Translation meaning & definition of the word "beautify" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεγαλύτερη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Beautify
[Ομορφαίνω]/bjutɪfaɪ/
verb
1. Make more beautiful
- synonym:
- fancify ,
- beautify ,
- embellish ,
- prettify
1. Κάντε πιο όμορφο
- συνώνυμο:
- φαντασιώνω ,
- ομορφύνω ,
- εξωραΐζω ,
- προσποιούμαι
2. Be beautiful to look at
- "Flowers adorned the tables everywhere"
- synonym:
- deck ,
- adorn ,
- decorate ,
- grace ,
- embellish ,
- beautify
2. Να είσαι όμορφος να κοιτάς
- "Οι ανεμιστήρες κοσμούσαν τα τραπέζια παντού"
- συνώνυμο:
- κατάστρωμα ,
- στολίζω ,
- διακοσμώ ,
- χάρη ,
- εξωραΐζω ,
- ομορφύνω
3. Make more attractive by adding ornament, colour, etc.
- "Decorate the room for the party"
- "Beautify yourself for the special day"
- synonym:
- decorate ,
- adorn ,
- grace ,
- ornament ,
- embellish ,
- beautify
3. Κάντε πιο ελκυστική προσθέτοντας στολίδι, χρώμα κλπ.
- "Διακοσμήστε το δωμάτιο για το πάρτι"
- "Να παρακολουθείτε τον εαυτό σας για την ξεχωριστή ημέρα"
- συνώνυμο:
- διακοσμώ ,
- στολίζω ,
- χάρη ,
- στολίδι ,
- εξωραΐζω ,
- ομορφύνω