Translation meaning & definition of the word "beau" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σπίτι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Beau
[Μπο]/boʊ/
noun
1. A man who is the lover of a girl or young woman
- "If i'd known he was her boyfriend i wouldn't have asked"
- synonym:
- boyfriend ,
- fellow ,
- beau ,
- swain ,
- young man
1. Ένας άνδρας που είναι ο εραστής ενός κοριτσιού ή μιας νεαρής γυναίκας
- "Αν ήξερα ότι ήταν ο φίλος της δεν θα τον ρωτούσα"
- συνώνυμο:
- φίλος ,
- συνάδελφοσ ,
- μπο ,
- σουηδός ,
- νεαρός
2. A man who is much concerned with his dress and appearance
- synonym:
- dandy ,
- dude ,
- fop ,
- gallant ,
- sheik ,
- beau ,
- swell ,
- fashion plate ,
- clotheshorse
2. Ένας άνθρωπος που ασχολείται πολύ με το φόρεμα και την εμφάνισή του
- συνώνυμο:
- πικραλίδα ,
- φίλε ,
- πόδι ,
- γενναίος ,
- σεΐχης ,
- μπο ,
- πρήζονται ,
- πλάκα μόδας ,
- αλυσοπρίονο