Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "beat" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αισιόδοξος" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Beat

[Χτυπά]
/bit/

noun

1. A regular route for a sentry or policeman

  • "In the old days a policeman walked a beat and knew all his people by name"
    synonym:
  • beat
  • ,
  • round

1. Μια τακτική διαδρομή για έναν αστυνομικό ή αστυνομικό

  • "Τις παλιές μέρες ένας αστυνομικός περπάτησε ένα ρυθμό και γνώριζε όλους τους ανθρώπους του με το όνομα"
    συνώνυμο:
  • νικητής
  • ,
  • γύρος

2. The rhythmic contraction and expansion of the arteries with each beat of the heart

  • "He could feel the beat of her heart"
    synonym:
  • pulse
  • ,
  • pulsation
  • ,
  • heartbeat
  • ,
  • beat

2. Η ρυθμική συστολή και επέκταση των αρτηριών με κάθε ρυθμό της καρδιάς

  • "Μπορούσε να νιώσει τον χτύπο της καρδιάς της"
    συνώνυμο:
  • παλμός
  • ,
  • καρδιακός παλμός
  • ,
  • νικητής

3. The basic rhythmic unit in a piece of music

  • "The piece has a fast rhythm"
  • "The conductor set the beat"
    synonym:
  • rhythm
  • ,
  • beat
  • ,
  • musical rhythm

3. Η βασική ρυθμική μονάδα σε ένα κομμάτι μουσικής

  • "Το κομμάτι έχει γρήγορο ρυθμό"
  • "Ο μαέστρος έθεσε το ρυθμό"
    συνώνυμο:
  • ρυθμός
  • ,
  • νικητής
  • ,
  • μουσικός ρυθμός

4. A single pulsation of an oscillation produced by adding two waves of different frequencies

  • Has a frequency equal to the difference between the two oscillations
    synonym:
  • beat

4. Ένας μόνο παλμός μιας ταλάντωσης που παράγεται με την προσθήκη δύο κυμάτων διαφορετικών συχνοτήτων

  • Έχει συχνότητα ίση με τη διαφορά μεταξύ των δύο ταλαντώσεων
    συνώνυμο:
  • νικητής

5. A member of the beat generation

  • A nonconformist in dress and behavior
    synonym:
  • beatnik
  • ,
  • beat

5. Ένα μέλος της γενιάς των ρυθμών

  • Ένας μη συμφωνητής στο φόρεμα και τη συμπεριφορά
    συνώνυμο:
  • μπέτνικ
  • ,
  • νικητής

6. The sound of stroke or blow

  • "He heard the beat of a drum"
    synonym:
  • beat

6. Ο ήχος του εγκεφαλικού επεισοδίου ή του χτυπήματος

  • "Άκουσε το ρυθμό ενός τυμπάνου"
    συνώνυμο:
  • νικητής

7. (prosody) the accent in a metrical foot of verse

    synonym:
  • meter
  • ,
  • metre
  • ,
  • measure
  • ,
  • beat
  • ,
  • cadence

7. (προσοδυ) η προφορά σε μετρικό πόδι στίχου

    συνώνυμο:
  • μετρητής
  • ,
  • μέτρο
  • ,
  • νικητής
  • ,
  • ρυθμό

8. A regular rate of repetition

  • "The cox raised the beat"
    synonym:
  • beat

8. Τακτικό ποσοστό επανάληψης

  • "Ο κοξ σήκωσε το ρυθμό"
    συνώνυμο:
  • νικητής

9. A stroke or blow

  • "The signal was two beats on the steam pipe"
    synonym:
  • beat

9. Ένα εγκεφαλικό επεισόδιο ή ένα χτύπημα

  • "Το σήμα ήταν δύο χτύποι στο σωλήνα ατμού"
    συνώνυμο:
  • νικητής

10. The act of beating to windward

  • Sailing as close as possible to the direction from which the wind is blowing
    synonym:
  • beat

10. Η πράξη του χτυπήματος στον άνεμο

  • Να πλέει όσο το δυνατόν πιο κοντά στην κατεύθυνση από την οποία φυσάει ο άνεμος
    συνώνυμο:
  • νικητής

verb

1. Come out better in a competition, race, or conflict

  • "Agassi beat becker in the tennis championship"
  • "We beat the competition"
  • "Harvard defeated yale in the last football game"
    synonym:
  • beat
  • ,
  • beat out
  • ,
  • crush
  • ,
  • shell
  • ,
  • trounce
  • ,
  • vanquish

1. Βγείτε καλύτερα σε έναν ανταγωνισμό, φυλή ή σύγκρουση

  • "Ο αγκάσι νίκησε τον μπέκερ στο πρωτάθλημα τένις"
  • "Νικήσαμε τον ανταγωνισμό"
  • "Ο χάρβαρντ νίκησε τον γέιλ στον τελευταίο ποδοσφαιρικό αγώνα"
    συνώνυμο:
  • νικητής
  • ,
  • ξυλοκοπώ
  • ,
  • συντρίβω
  • ,
  • κέλυφος
  • ,
  • προβληματίζω
  • ,
  • ναυτία

2. Give a beating to

  • Subject to a beating, either as a punishment or as an act of aggression
  • "Thugs beat him up when he walked down the street late at night"
  • "The teacher used to beat the students"
    synonym:
  • beat
  • ,
  • beat up
  • ,
  • work over

2. Χτυπώ

  • Υπόκεινται σε ξυλοδαρμό, είτε ως τιμωρία είτε ως πράξη επιθετικότητας
  • "Οι κακοποιοί τον χτύπησαν όταν περπάτησε στο δρόμο αργά το βράδυ"
  • "Ο δάσκαλος συνήθιζε να νικάει τους μαθητές"
    συνώνυμο:
  • νικητής
  • ,
  • επιτιμώ
  • ,
  • εργάζομαι

3. Hit repeatedly

  • "Beat on the door"
  • "Beat the table with his shoe"
    synonym:
  • beat

3. Χτυπάει επανειλημμένα

  • "Χτύπημα στην πόρτα"
  • "Χτυπήστε το τραπέζι με το παπούτσι του"
    συνώνυμο:
  • νικητής

4. Move rhythmically

  • "Her heart was beating fast"
    synonym:
  • beat
  • ,
  • pound
  • ,
  • thump

4. Κινηθείτε ρυθμικά

  • "Η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα"
    συνώνυμο:
  • νικητής
  • ,
  • λίρα
  • ,
  • ανατριχίλα

5. Shape by beating

  • "Beat swords into ploughshares"
    synonym:
  • beat

5. Σχηματίζοντας χτυπώντας

  • "Χτυπημένα σπαθιά σε άροτρα"
    συνώνυμο:
  • νικητής

6. Make a rhythmic sound

  • "Rain drummed against the windshield"
  • "The drums beat all night"
    synonym:
  • drum
  • ,
  • beat
  • ,
  • thrum

6. Κάντε ένα ρυθμικό ήχο

  • "Η ακτίνα τυμπανίζεται ενάντια στο παρμπρίζ"
  • "Τα ντραμς χτυπούσαν όλη τη νύχτα"
    συνώνυμο:
  • τύμπανο
  • ,
  • νικητής
  • ,
  • παραφυάδα

7. Glare or strike with great intensity

  • "The sun was beating down on us"
    synonym:
  • beat

7. Λάμψη ή απεργία με μεγάλη ένταση

  • "Ο ήλιος μας χτυπούσε"
    συνώνυμο:
  • νικητής

8. Move with a thrashing motion

  • "The bird flapped its wings"
  • "The eagle beat its wings and soared high into the sky"
    synonym:
  • beat
  • ,
  • flap

8. Μετακινήστε με μια ανατριχιαστική κίνηση

  • "Το πουλί χτύπησε τα φτερά του"
  • "Ο αετός χτύπησε τα φτερά του και ανέβηκε ψηλά στον ουρανό"
    συνώνυμο:
  • νικητής
  • ,
  • πτερύγιο

9. Sail with much tacking or with difficulty

  • "The boat beat in the strong wind"
    synonym:
  • beat

9. Πλεύστε με πολύ κόλλημα ή με δυσκολία

  • "Το σκάφος χτύπησε στον δυνατό άνεμο"
    συνώνυμο:
  • νικητής

10. Stir vigorously

  • "Beat the egg whites"
  • "Beat the cream"
    synonym:
  • beat
  • ,
  • scramble

10. Ανακατέψτε έντονα

  • "Χτυπήστε τα ασπράδια αυγών"
  • "Χτυπήστε την κρέμα"
    συνώνυμο:
  • νικητής
  • ,
  • ανακατώνω

11. Strike (a part of one's own body) repeatedly, as in great emotion or in accompaniment to music

  • "Beat one's breast"
  • "Beat one's foot rhythmically"
    synonym:
  • beat

11. Χτυπήστε το ( μέρος του σώματός σας ) επανειλημμένα, όπως σε μεγάλη συγκίνηση ή σε συνοδεία της μουσικής

  • "Χτυπήστε το στήθος"
  • "Χτυπήστε το πόδι σας ρυθμικά"
    συνώνυμο:
  • νικητής

12. Be superior

  • "Reading beats watching television"
  • "This sure beats work!"
    synonym:
  • beat

12. Είμαι ανώτερος

  • "Η ανάγνωση χτυπά βλέποντας τηλεόραση"
  • "Αυτό το σίγουρο χτυπάει τη δουλειά!"
    συνώνυμο:
  • νικητής

13. Avoid paying

  • "Beat the subway fare"
    synonym:
  • beat
  • ,
  • bunk

13. Αποφύγετε την πληρωμή

  • "Χτυπήστε το ναύλο του μετρό"
    συνώνυμο:
  • νικητής
  • ,
  • κουκέτα

14. Make a sound like a clock or a timer

  • "The clocks were ticking"
  • "The grandfather clock beat midnight"
    synonym:
  • tick
  • ,
  • ticktock
  • ,
  • ticktack
  • ,
  • beat

14. Κάντε έναν ήχο σαν ρολόι ή χρονόμετρο

  • "Τα ρολόγια χτυπούσαν"
  • "Το ρολόι του παππού χτύπησε τα μεσάνυχτα"
    συνώνυμο:
  • τσιμπώ
  • ,
  • τσιμπούκι
  • ,
  • νικητής

15. Move with a flapping motion

  • "The bird's wings were flapping"
    synonym:
  • beat
  • ,
  • flap

15. Μετακίνηση με μια κίνηση πτερυγίου

  • "Τα φτερά του πουλιού χτυπούσαν"
    συνώνυμο:
  • νικητής
  • ,
  • πτερύγιο

16. Indicate by beating, as with the fingers or drumsticks

  • "Beat the rhythm"
    synonym:
  • beat

16. Υποδείξτε με το χτύπημα, όπως με τα δάχτυλα ή τα τύμπανα

  • "Καταναλώστε το ρυθμό"
    συνώνυμο:
  • νικητής

17. Move with or as if with a regular alternating motion

  • "The city pulsated with music and excitement"
    synonym:
  • pulsate
  • ,
  • beat
  • ,
  • quiver

17. Μετακινήστε με ή σαν με μια κανονική εναλλασσόμενη κίνηση

  • "Η πόλη παλλόταν με τη μουσική και τον ενθουσιασμό"
    συνώνυμο:
  • παλμικόσ
  • ,
  • νικητής
  • ,
  • τρεμοπαίζω

18. Make by pounding or trampling

  • "Beat a path through the forest"
    synonym:
  • beat

18. Κάντε με το χτύπημα ή την καταπάτηση

  • "Χτυπήστε ένα μονοπάτι μέσα από το δάσος"
    συνώνυμο:
  • νικητής

19. Produce a rhythm by striking repeatedly

  • "Beat the drum"
    synonym:
  • beat

19. Παράγετε ένα ρυθμό εντυπωσιάζοντας επανειλημμένα

  • "Χτυπήστε το τύμπανο"
    συνώνυμο:
  • νικητής

20. Strike (water or bushes) repeatedly to rouse animals for hunting

    synonym:
  • beat

20. Χτυπήστε (νόερο ή θάμνους) επανειλημμένα για να ξεσηκώσετε τα ζώα για κυνήγι

    συνώνυμο:
  • νικητής

21. Beat through cleverness and wit

  • "I beat the traffic"
  • "She outfoxed her competitors"
    synonym:
  • outwit
  • ,
  • overreach
  • ,
  • outsmart
  • ,
  • outfox
  • ,
  • beat
  • ,
  • circumvent

21. Χτυπήστε μέσα από την εξυπνάδα και το πνεύμα

  • "Νίκησα την κίνηση"
  • "Απελευθέρωσε τους ανταγωνιστές της"
    συνώνυμο:
  • εξωθώ
  • ,
  • υπερβολική
  • ,
  • εξωτερική
  • ,
  • ευλογιά
  • ,
  • νικητής
  • ,
  • παράκαμψη

22. Be a mystery or bewildering to

  • "This beats me!"
  • "Got me--i don't know the answer!"
  • "A vexing problem"
  • "This question really stuck me"
    synonym:
  • perplex
  • ,
  • vex
  • ,
  • stick
  • ,
  • get
  • ,
  • puzzle
  • ,
  • mystify
  • ,
  • baffle
  • ,
  • beat
  • ,
  • pose
  • ,
  • bewilder
  • ,
  • flummox
  • ,
  • stupefy
  • ,
  • nonplus
  • ,
  • gravel
  • ,
  • amaze
  • ,
  • dumbfound

22. Να είσαι μυστήριο ή να είσαι μπερδεμένος με

  • "Αυτό με χτυπάει!"
  • "Πήγαινέ με- δεν ξέρω την απάντηση!"
  • "Ένα πρόβλημα"
  • "Αυτή η ερώτηση με τράβηξε πραγματικά"
    συνώνυμο:
  • περίπλοκοσ
  • ,
  • βεχ
  • ,
  • κολλώ
  • ,
  • παίρνω
  • ,
  • παζλ
  • ,
  • μυστικοποιώ
  • ,
  • παλλόμενοσ
  • ,
  • νικητής
  • ,
  • πόζα
  • ,
  • μπερδεμένοσ
  • ,
  • φλουμουντ
  • ,
  • πανούργοσ
  • ,
  • αποσυνδέεται
  • ,
  • χαλίκι
  • ,
  • αμαντί
  • ,
  • αλτήρασ

23. Wear out completely

  • "This kind of work exhausts me"
  • "I'm beat"
  • "He was all washed up after the exam"
    synonym:
  • exhaust
  • ,
  • wash up
  • ,
  • beat
  • ,
  • tucker
  • ,
  • tucker out

23. Φθείρεται εντελώς

  • "Αυτό το είδος εργασίας με εξαντλεί"
  • "Είμαι νικητής"
  • "Ολα ξεβράστηκαν μετά τις εξετάσεις"
    συνώνυμο:
  • εξάτμιση
  • ,
  • ξεπλένω
  • ,
  • νικητής
  • ,
  • τρυπώνων
  • ,
  • εκτοξεύω

adjective

1. Very tired

  • "Was all in at the end of the day"
  • "So beat i could flop down and go to sleep anywhere"
  • "Bushed after all that exercise"
  • "I'm dead after that long trip"
    synonym:
  • all in(p)
  • ,
  • beat(p)
  • ,
  • bushed(p)
  • ,
  • dead(p)

1. Πολύ κουρασμένος

  • "Ήταν όλα στο τέλος της ημέρας"
  • "Τόσο νίκησα που θα μπορούσα να πέσω κάτω και να πάω για ύπνο οπουδήποτε"
  • "Βουρτσισμένο μετά από όλη αυτή την άσκηση"
  • "Είμαι νεκρός μετά από αυτό το μεγάλο ταξίδι"
    συνώνυμο:
  • όλα στο ()<TAG1>
  • ,
  • ρυτ()<TAG1>
  • ,
  • βουλευτ()<TAG1>
  • ,
  • νεκρός()<TAG1>

Examples of using

When she walked through the door, my heart began to beat faster.
Όταν περπάτησε μέσα από την πόρτα, η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα.
With enough effort, anyone can beat the odds to become a winner.
Με αρκετή προσπάθεια, ο καθένας μπορεί να νικήσει τις πιθανότητες να γίνει νικητής.
He beat me in chess.
Με χτύπησε στο σκάκι.