Translation meaning & definition of the word "bearing" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "φέρουσα" στην ελληνική γλώσσα
Bearing
[Φέροντα]noun
1. Relevant relation or interconnection
- "Those issues have no bearing on our situation"
- synonym:
- bearing
1. Σχετική σχέση ή διασύνδεση
- "Αυτά τα θέματα δεν έχουν καμία σχέση με την κατάστασή μας"
- συνώνυμο:
- ρουλεμάν
2. The direction or path along which something moves or along which it lies
- synonym:
- bearing ,
- heading ,
- aim
2. Η κατεύθυνση ή το μονοπάτι κατά μήκος του οποίου κινείται κάτι ή κατά μήκος του οποίου βρίσκεται
- συνώνυμο:
- ρουλεμάν ,
- επικεφαλίδα ,
- στόχος
3. Dignified manner or conduct
- synonym:
- bearing ,
- comportment ,
- presence ,
- mien
3. Αξιοπρεπής τρόπος ή συμπεριφορά
- συνώνυμο:
- ρουλεμάν ,
- συμπίεση ,
- παρουσία ,
- mien
4. Characteristic way of bearing one's body
- "Stood with good posture"
- synonym:
- carriage ,
- bearing ,
- posture
4. Χαρακτηριστικός τρόπος να φέρει κανείς το σώμα του
- "Στάθηκε με καλή στάση"
- συνώνυμο:
- άμαξα ,
- ρουλεμάν ,
- στάση
5. Heraldry consisting of a design or image depicted on a shield
- synonym:
- charge ,
- bearing ,
- heraldic bearing ,
- armorial bearing
5. Εραλδική που αποτελείται από σχέδιο ή εικόνα που απεικονίζεται σε ασπίδα
- συνώνυμο:
- χρέωση ,
- ρουλεμάν ,
- εραλδική ρουλεμάν ,
- οπλοστάσιο
6. A rotating support placed between moving parts to allow them to move easily
- synonym:
- bearing
6. Ένα περιστρεφόμενο στήριγμα τοποθετημένο ανάμεσα σε κινούμενα μέρη για να τους επιτρέπει να κινούνται εύκολα
- συνώνυμο:
- ρουλεμάν
adjective
1. (of a structural member) withstanding a weight or strain
- synonym:
- bearing(a)
1. (ενός δομικού μέλους) που αντέχει σε βάρος ή παραμόρφωση
- συνώνυμο:
- ρουλεμάν(α)