Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "bearer" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φορέας" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Bearer

[Συντηρητήσ]
/bɛrər/

noun

1. Someone whose employment involves carrying something

  • "The bonds were transmitted by carrier"
    synonym:
  • carrier
  • ,
  • bearer
  • ,
  • toter

1. Κάποιος του οποίου η απασχόληση περιλαμβάνει τη μεταφορά κάτι

  • "Τα ομόλογα μεταδόθηκαν από τον μεταφορέα"
    συνώνυμο:
  • μεταφορέας
  • ,
  • περπατών
  • ,
  • τότερ

2. A messenger who bears or presents

  • "A bearer of good tidings"
    synonym:
  • bearer

2. Ένας αγγελιοφόρος που φέρει ή παρουσιάζει

  • "Ένας κομιστής των καλών τακτοποιήσεων"
    συνώνυμο:
  • περπατών

3. One of the mourners carrying the coffin at a funeral

    synonym:
  • pallbearer
  • ,
  • bearer

3. Ένας από τους πενθούντες που μεταφέρουν το φέρετρο σε μια κηδεία

    συνώνυμο:
  • παραφωνητήσ
  • ,
  • περπατών

4. The person who is in possession of a check or note or bond or document of title that is endorsed to him or to whoever holds it

  • "The bond was marked `payable to bearer'"
    synonym:
  • holder
  • ,
  • bearer

4. Το πρόσωπο που έχει στην κατοχή του έλεγχο ή σημείωμα ή ομόλογο ή έγγραφο τίτλου που έχει εγκριθεί σε αυτόν ή σε όποιον το κατέχει

  • "Το ομόλογο ήταν σηματοδοτημένο `πληρωτέο για να γίνει κομιστής'"
    συνώνυμο:
  • κάτοχος
  • ,
  • περπατών