Translation meaning & definition of the word "beard" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γενειάδα" στην ελληνική γλώσσα
Beard
[Μπύρα]noun
1. The hair growing on the lower part of a man's face
- synonym:
- beard ,
- face fungus ,
- whiskers
1. Τα μαλλιά αναπτύσσονται στο κάτω μέρος του προσώπου ενός άνδρα
- συνώνυμο:
- γενειάδα ,
- μύκητας προσώπου ,
- μουστάκια
2. A tuft or growth of hairs or bristles on certain plants such as iris or grasses
- synonym:
- beard
2. Μια τούφα ή ανάπτυξη των τριχών ή των τριχών σε ορισμένα φυτά όπως η ίριδα ή τα χόρτα
- συνώνυμο:
- γενειάδα
3. A person who diverts suspicion from someone (especially a woman who accompanies a male homosexual in order to conceal his homosexuality)
- synonym:
- beard
3. Ένα άτομο που εκτρέπει την υποψία από κάποιον (ειδικά μια γυναίκα που συνοδεύει έναν άνδρα ομοφυλόφιλο για να κρύψει την ομοφυλοφιλία )
- συνώνυμο:
- γενειάδα
4. Hairy growth on or near the face of certain mammals
- synonym:
- beard
4. Τριχωτή ανάπτυξη στο πρόσωπο ή κοντά σε ορισμένα θηλαστικά
- συνώνυμο:
- γενειάδα
5. Tuft of strong filaments by which e.g. a mussel makes itself fast to a fixed surface
- synonym:
- byssus ,
- beard
5. Φούντα από ισχυρά νήματα με τα οποία π.χ. ένα μύδι γίνεται γρήγορο σε μια σταθερή επιφάνεια
- συνώνυμο:
- βύσσου ,
- γενειάδα
verb
1. Go along the rim, like a beard around the chin
- "Houses bearded the top of the heights"
- synonym:
- beard
1. Πηγαίνετε κατά μήκος του χείλους, σαν μια γενειάδα γύρω από το πηγούνι
- "Σπίτια γενειοφόρησαν στην κορυφή των υψών"
- συνώνυμο:
- γενειάδα