Translation meaning & definition of the word "beaming" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "δαχτυλίδι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Beaming
[Κτυπώ]/bimɪŋ/
adjective
1. Cheerful and bright
- "A beaming smile"
- "A glad may morning"
- synonym:
- beaming ,
- glad
1. Χαρούμενο και φωτεινό
- "Ένα αναπτυσσόμενο χαμόγελο"
- "Χαρούμενο πρωί του μάη"
- συνώνυμο:
- πειράζω ,
- χαίρομαι
2. Pleased and proud
- "Beaming parents"
- synonym:
- beaming
2. Ευχαριστημένος και περήφανος
- "Καταναλώνοντας γονείς"
- συνώνυμο:
- πειράζω
3. Radiating or as if radiating light
- "The beaming sun"
- "The effulgent daffodils"
- "A radiant sunrise"
- "A refulgent sunset"
- synonym:
- beaming ,
- beamy ,
- effulgent ,
- radiant ,
- refulgent
3. Ακτινοβολία ή σαν να ακτινοβολεί φως
- "Ο αφρώδης ήλιος"
- "Τα απορροφητικά νάρκισσους"
- "Μια λαμπερή ανατολή"
- "Ένα αναζωογονητικό ηλιοβασίλεμα"
- συνώνυμο:
- πειράζω ,
- ακτίνα ,
- αποβολέασ ,
- λαμπερός ,
- ανταποδοτικόσ