Translation meaning & definition of the word "be" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "να" στην ελληνική γλώσσα
Be
[Να είσαι]noun
1. A light strong brittle grey toxic bivalent metallic element
- synonym:
- beryllium ,
- Be ,
- glucinium ,
- atomic number 4
1. Ένα ελαφρύ ισχυρό εύθραυστο γκρίζο τοξικό δισθενές μεταλλικό στοιχείο
- συνώνυμο:
- βηρύλλιο ,
- Να είσαι ,
- γλυκίνιο ,
- ατομικός αριθμός 4
verb
1. Have the quality of being
- (Copula, used with an adjective or a predicate noun)
- "John is rich"
- "This is not a good answer"
- synonym:
- be
1. Έχετε την ποιότητα της ύπαρξης
- (Κοπούλα, χρησιμοποιείται με επίθετο ή με προηγούμενο ουν)
- "Ο τζον είναι πλούσιος"
- "Δεν είναι καλή απάντηση"
- συνώνυμο:
- είμαι
2. Be identical to
- Be someone or something
- "The president of the company is john smith"
- "This is my house"
- synonym:
- be
2. Να είστε ταυτόσημοι με
- Να είσαι κάποιος ή κάτι τέτοιο
- "Ο πρόεδρος της εταιρείας είναι ο τζον σμιθ"
- "Αυτό είναι το σπίτι μου"
- συνώνυμο:
- είμαι
3. Occupy a certain position or area
- Be somewhere
- "Where is my umbrella?" "the toolshed is in the back"
- "What is behind this behavior?"
- synonym:
- be
3. Καταλαμβάνουν μια συγκεκριμένη θέση ή περιοχή
- Είμαι κάπου
- "Πού είναι η ομπρέλα μου?" "η εργαλειοθήκη είναι στην πλάτη"
- "Τι κρύβεται πίσω από αυτή τη συμπεριφορά?"
- συνώνυμο:
- είμαι
4. Have an existence, be extant
- "Is there a god?"
- synonym:
- exist ,
- be
4. Έχετε μια ύπαρξη, να είστε παρόντες
- "Υπάρχει θεός?"
- συνώνυμο:
- υπάρχει ,
- είμαι
5. Happen, occur, take place
- "I lost my wallet
- This was during the visit to my parents' house"
- "There were two hundred people at his funeral"
- "There was a lot of noise in the kitchen"
- synonym:
- be
5. Συμβείτε, συμβείτε, λάβετε χώρα
- "Έχασα το πορτοφόλι μου
- Αυτό συνέβη κατά τη διάρκεια της επίσκεψης στο σπίτι των γονιών μου"
- "Υπήρχαν διακόσιοι άνθρωποι στην κηδεία του"
- "Υπήρχε πολύς θόρυβος στην κουζίνα"
- συνώνυμο:
- είμαι
6. Be identical or equivalent to
- "One dollar equals 1,000 rubles these days!"
- synonym:
- equal ,
- be
6. Να είναι πανομοιότυπο ή ισοδύναμο με
- "Ένα δολάριο ισούται με 1.000 ρούβλια αυτές τις μέρες!"
- συνώνυμο:
- ίσος ,
- είμαι
7. Form or compose
- "This money is my only income"
- "The stone wall was the backdrop for the performance"
- "These constitute my entire belonging"
- "The children made up the chorus"
- "This sum represents my entire income for a year"
- "These few men comprise his entire army"
- synonym:
- constitute ,
- represent ,
- make up ,
- comprise ,
- be
7. Φόρμα ή σύνθεση
- "Αυτά τα χρήματα είναι το μοναδικό μου εισόδημα"
- "Ο πέτρινος τοίχος ήταν το σκηνικό για την παράσταση"
- "Αυτά αποτελούν ολόκληρο το ανήκειν μου"
- "Τα παιδιά αποτελούσαν τη χορωδία"
- "Αυτό το ποσό αντιπροσωπεύει ολόκληρο το εισόδημά μου για ένα χρόνο"
- "Αυτοί οι λίγοι άνθρωποι αποτελούν ολόκληρο το στρατό του"
- συνώνυμο:
- συνιστώ ,
- αντιπροσωπεύω ,
- αποτελώ ,
- περιλαμβάνω ,
- είμαι
8. Work in a specific place, with a specific subject, or in a specific function
- "He is a herpetologist"
- "She is our resident philosopher"
- synonym:
- be ,
- follow
8. Εργασία σε συγκεκριμένο τόπο, με συγκεκριμένο θέμα ή σε συγκεκριμένη λειτουργία
- "Είναι ερπετολόγος"
- "Είναι ο μόνιμος φιλόσοφος μας"
- συνώνυμο:
- είμαι ,
- ακολουθεί
9. Represent, as of a character on stage
- "Derek jacobi was hamlet"
- synonym:
- embody ,
- be ,
- personify
9. Εκπροσωπούν, ως χαρακτήρα επί σκηνής
- "Ο ντέρεκ τζέικομπι ήταν ο άμλετ"
- συνώνυμο:
- ενσωματώνω ,
- είμαι ,
- προσωποποιώ
10. Spend or use time
- "I may be an hour"
- synonym:
- be
10. Περάστε ή χρησιμοποιήστε χρόνο
- "Μπορεί να είναι μια ώρα"
- συνώνυμο:
- είμαι
11. Have life, be alive
- "Our great leader is no more"
- "My grandfather lived until the end of war"
- synonym:
- be ,
- live
11. Να έχεις ζωή, να είσαι ζωντανός
- "Ο μεγάλος μας ηγέτης δεν υπάρχει πια"
- "Ο παππούς μου έζησε μέχρι το τέλος του πολέμου"
- συνώνυμο:
- είμαι ,
- ζωντανόσ
12. To remain unmolested, undisturbed, or uninterrupted -- used only in infinitive form
- "Let her be"
- synonym:
- be
12. Για να παραμείνει αμόλυντο, ανενόχλητο, ή αδιάλειπτο - χρησιμοποιείται μόνο σε απεριόριστη μορφή
- "Ας είναι"
- συνώνυμο:
- είμαι
13. Be priced at
- "These shoes cost $100"
- synonym:
- cost ,
- be
13. Τιμώ
- "Αυτά τα παπούτσια κοστίζουν $100"
- συνώνυμο:
- κόστος ,
- είμαι