Translation meaning & definition of the word "bazaar" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παζάρι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bazaar
[Παζάρι]/bəzɑr/
noun
1. A shop where a variety of goods are sold
- synonym:
- bazaar ,
- bazar
1. Ένα κατάστημα όπου πωλούνται ποικίλα αγαθά
- συνώνυμο:
- παζάρι ,
- μπαζάρ
2. A street of small shops (especially in orient)
- synonym:
- bazaar ,
- bazar
2. Ένας δρόμος μικρών καταστημάτων (ειδικά στο οριεντ)
- συνώνυμο:
- παζάρι ,
- μπαζάρ
3. A sale of miscellany
- Often for charity
- "The church bazaar"
- synonym:
- bazaar ,
- fair
3. Πώληση της μισοκυτταρικής
- Συχνά για φιλανθρωπία
- "Το παζάρι της εκκλησίας"
- συνώνυμο:
- παζάρι ,
- δίκαιος
Examples of using
Can a person who's blind in their own house become clairvoyant at the bazaar?
Μπορεί ένα άτομο που είναι τυφλό στο σπίτι του να γίνει διορατικό στο παζάρι?