Translation meaning & definition of the word "bay" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "παιδί" στην ελληνική γλώσσα
Bay
[Κόλπος]noun
1. An indentation of a shoreline larger than a cove but smaller than a gulf
- synonym:
- bay ,
- embayment
1. Μια εσοχή μιας ακτογραμμής μεγαλύτερη από έναν όρμο αλλά μικρότερη από έναν κόλπο
- συνώνυμο:
- κόλπος ,
- επέπληξη
2. The sound of a hound on the scent
- synonym:
- bay
2. Ο ήχος ενός κυνηγόσκυλου στο άρωμα
- συνώνυμο:
- κόλπος
3. Small mediterranean evergreen tree with small blackish berries and glossy aromatic leaves used for flavoring in cooking
- Also used by ancient greeks to crown victors
- synonym:
- true laurel ,
- bay ,
- bay laurel ,
- bay tree ,
- Laurus nobilis
3. Μικρό μεσογειακό αειθαλές δέντρο με μικρά μαυρισμένα μούρα και γυαλιστερά αρωματικά φύλλα που χρησιμοποιούνται για την αρωματική ουσία στη μαγειρική
- Επίσης χρησιμοποιείται από τους αρχαίους έλληνες για να στεφθεί νικητές
- συνώνυμο:
- αληθινή δάφνη ,
- κόλπος ,
- δάφνη ,
- δέντρο κόλπων ,
- Λαύρος νοβίλης
4. A compartment on a ship between decks
- Often used as a hospital
- "They put him in the sick bay"
- synonym:
- bay
4. Ένα διαμέρισμα σε ένα πλοίο μεταξύ των καταστρωμάτων
- Χρησιμοποιείται συχνά ως νοσοκομείο
- "Τον έβαλαν στον άρρωστο κόλπο"
- συνώνυμο:
- κόλπος
5. A compartment in an aircraft used for some specific purpose
- "He opened the bomb bay"
- synonym:
- bay
5. Ένα διαμέρισμα σε ένα αεροσκάφος που χρησιμοποιείται για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό
- "Άνοιξε τον κόλπο της βόμβας"
- συνώνυμο:
- κόλπος
6. A small recess opening off a larger room
- synonym:
- alcove ,
- bay
6. Μια μικρή εσοχή που ανοίγει ένα μεγαλύτερο δωμάτιο
- συνώνυμο:
- αλκόβε ,
- κόλπος
7. A horse of a moderate reddish-brown color
- synonym:
- bay
7. Ένα άλογο με μέτριο κοκκινωπό-καφέ χρώμα
- συνώνυμο:
- κόλπος
verb
1. Utter in deep prolonged tones
- synonym:
- bay
1. Απολυμάνετε σε βαθιές παρατεταμένες αποχρώσεις
- συνώνυμο:
- κόλπος
2. Bark with prolonged noises, of dogs
- synonym:
- bay ,
- quest
2. Φλοιός με παρατεταμένους θορύβους, σκύλων
- συνώνυμο:
- κόλπος ,
- αναζήτηση
adjective
1. (used of animals especially a horse) of a moderate reddish-brown color
- synonym:
- bay
1. (χρησιμοποιείται για ζώα ειδικά ένα άλογο) μέτριου κοκκινωπού-καφέ χρώματος
- συνώνυμο:
- κόλπος