Translation meaning & definition of the word "bawl" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "μπάλα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bawl
[Μπάουλ]/bɔl/
verb
1. Shout loudly and without restraint
- synonym:
- bawl ,
- bellow
1. Φωνάξτε δυνατά και χωρίς περιορισμό
- συνώνυμο:
- παλιάνθρωποσ ,
- φυλακή
2. Make a raucous noise
- synonym:
- yawp ,
- bawl
2. Κάντε έναν απειλητικό θόρυβο
- συνώνυμο:
- ναυαγαπώ ,
- παλιάνθρωποσ
3. Cry loudly
- "Don't bawl in public!"
- synonym:
- bawl
3. Κλάψτε δυνατά
- "Μην πετάτε δημόσια!"
- συνώνυμο:
- παλιάνθρωποσ