Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "battery" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπαταρία" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Battery

[Μπαταρία]
/bætəri/

noun

1. Group of guns or missile launchers operated together at one place

    synonym:
  • battery

1. Ομάδα όπλων ή εκτοξευτών πυραύλων λειτουργούσαν μαζί σε ένα μέρος

    συνώνυμο:
  • μπαταρία

2. A device that produces electricity

  • May have several primary or secondary cells arranged in parallel or series
    synonym:
  • battery
  • ,
  • electric battery

2. Μια συσκευή που παράγει ηλεκτρική ενέργεια

  • Μπορεί να έχει πολλά πρωτογενή ή δευτερογενή κύτταρα τακτοποιημένα παράλληλα ή σε σειρά
    συνώνυμο:
  • μπαταρία
  • ,
  • ηλεκτρική μπαταρία

3. A collection of related things intended for use together

  • "Took a battery of achievement tests"
    synonym:
  • battery

3. Μια συλλογή από σχετικά πράγματα που προορίζονται για χρήση μαζί

  • "Πήρε μια μπαταρία των δοκιμών επίτευξης"
    συνώνυμο:
  • μπαταρία

4. A unit composed of the pitcher and catcher

    synonym:
  • battery

4. Μια μονάδα που αποτελείται από τη στάμνα και το συλλέκτη

    συνώνυμο:
  • μπαταρία

5. A series of stamps operated in one mortar for crushing ores

    synonym:
  • battery
  • ,
  • stamp battery

5. Μια σειρά από γραμματόσημα που λειτουργούν σε ένα κονίαμα για τη σύνθλιψη μεταλλευμάτων

    συνώνυμο:
  • μπαταρία
  • ,
  • μπαταρία σφραγίδας

6. The heavy fire of artillery to saturate an area rather than hit a specific target

  • "They laid down a barrage in front of the advancing troops"
  • "The shelling went on for hours without pausing"
    synonym:
  • barrage
  • ,
  • barrage fire
  • ,
  • battery
  • ,
  • bombardment
  • ,
  • shelling

6. Η βαριά φωτιά του πυροβολικού να κορεστεί μια περιοχή αντί να χτυπήσει έναν συγκεκριμένο στόχο

  • "Έβαλαν ένα μπαράζ μπροστά από τα προωθητικά στρατεύματα"
  • "Ο βομβαρδισμός συνεχίστηκε για ώρες χωρίς να σταματήσει"
    συνώνυμο:
  • μπαράζ
  • ,
  • φωτιά με μπάρεγκ
  • ,
  • μπαταρία
  • ,
  • βομβαρδισμός
  • ,
  • βομβαρδισμό

7. An assault in which the assailant makes physical contact

    synonym:
  • battery
  • ,
  • assault and battery

7. Μια επίθεση στην οποία ο δράστης κάνει σωματική επαφή

    συνώνυμο:
  • μπαταρία
  • ,
  • επίθεση και μπαταρία

Examples of using

My car needs a new battery.
Το αυτοκίνητό μου χρειάζεται μια νέα μπαταρία.
Remove battery from smoke detector.
Αφαιρέστε την μπαταρία από τον ανιχνευτή καπνού.
The psychologist asked me a whole battery of questions.
Ο ψυχολόγος μου έκανε μια ολόκληρη μπαταρία ερωτήσεων.