Translation meaning & definition of the word "battered" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κατεστραμμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Battered
[Παραπαίουσα]/bætərd/
adjective
1. Damaged by blows or hard usage
- "A battered old car"
- "The beaten-up old ford"
- synonym:
- battered ,
- beat-up ,
- beaten-up
1. Κατεστραμμένος από τα χτυπήματα ή τη σκληρή χρήση
- "Ένα παλιό αυτοκίνητο"
- "Το παλιό φορντ"
- συνώνυμο:
- κακοποιήθηκε ,
- ανατρέπω ,
- ξυλοκοπώ
2. Damaged especially by hard usage
- "His battered old hat"
- synonym:
- battered
2. Κατεστραμμένος ειδικά από τη σκληρή χρήση
- "Το παλιό καπέλο"
- συνώνυμο:
- κακοποιήθηκε
3. Exhibiting symptoms resulting from repeated physical and emotional injury
- "A battered child"
- "The battered woman syndrome"
- synonym:
- battered
3. Εμφάνιση συμπτωμάτων που προκύπτουν από επαναλαμβανόμενο σωματικό και συναισθηματικό τραυματισμό
- "Ένα κακοποιημένο παιδί"
- "Το σύνδρομο της κακοποιημένης γυναίκας"
- συνώνυμο:
- κακοποιήθηκε