Translation meaning & definition of the word "baton" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπάτον" στην ελληνική γλώσσα
Baton
[Μπατόν]noun
1. A thin tapered rod used by a conductor to lead an orchestra or choir
- synonym:
- baton ,
- wand
1. Μια λεπτή κωνική ράβδος που χρησιμοποιείται από έναν αγωγό για να οδηγήσει μια ορχήστρα ή χορωδία
- συνώνυμο:
- μπατόν ,
- ραβδί
2. A short stout club used primarily by policemen
- synonym:
- truncheon ,
- nightstick ,
- baton ,
- billy ,
- billystick ,
- billy club
2. Ένας σύντομος σύλλογος που χρησιμοποιείται κυρίως από αστυνομικούς
- συνώνυμο:
- τρανσεόν ,
- νυχτικό ,
- μπατόν ,
- μπίλι ,
- μπίλιτσερ ,
- μπίλι κλαμπ
3. A short staff carried by some officials to symbolize an office or an authority
- synonym:
- baton
3. Ένα σύντομο προσωπικό που μεταφέρεται από ορισμένους αξιωματούχους για να συμβολίσει ένα γραφείο ή μια αρχή
- συνώνυμο:
- μπατόν
4. A hollow metal rod that is wielded or twirled by a drum major or drum majorette
- synonym:
- baton
4. Μια κοίλη ράβδος μετάλλων που ασκείται ή στροβιλίζεται από μια μεγάλη τύμπανο ή μια μεγαλειότητα τυμπάνων
- συνώνυμο:
- μπατόν
5. A hollow cylinder passed from runner to runner in a relay race
- synonym:
- baton
5. Ένας κοίλος κύλινδρος πέρασε από το δρομέα στο δρομέα σε έναν αγώνα ρελέ
- συνώνυμο:
- μπατόν