Translation meaning & definition of the word "batik" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπατίκ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Batik
[Μπατίκ]/bətik/
noun
1. A dyed fabric
- A removable wax is used where the dye is not wanted
- synonym:
- batik
1. Ένα βαμμένο ύφασμα
- Ένα αφαιρούμενο κερί χρησιμοποιείται όπου η βαφή δεν είναι επιθυμητή
- συνώνυμο:
- μπατίκ
verb
1. Dye with wax
- "Indonesian fabrics are often batiked"
- synonym:
- batik
1. Βαφή με κερί
- "Τα ινδονησιακά υφάσματα είναι συχνά λουστραρισμένα"
- συνώνυμο:
- μπατίκ