Translation meaning & definition of the word "bathing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λουτρά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bathing
[Κολύμβηση]/beðɪŋ/
noun
1. Immersing the body in water or sunshine
- synonym:
- bathing
1. Βυθίζοντας το σώμα στο νερό ή την ηλιοφάνεια
- συνώνυμο:
- κολύμβηση
2. The act of washing yourself (or another person)
- synonym:
- washup ,
- bathing
2. Η πράξη του πλυσίματος του εαυτού σας (ή ένα άλλο πρόσωπο)
- συνώνυμο:
- ξεπλένω ,
- κολύμβηση