Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "bate" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μωρό" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Bate

[Μπέιτ]
/bet/

verb

1. Moderate or restrain

  • Lessen the force of
  • "He bated his breath when talking about this affair"
  • "Capable of bating his enthusiasm"
    synonym:
  • bate

1. Μέτρια ή συγκρατημένη

  • Μειώστε τη δύναμη του
  • "Χύνει την ανάσα του όταν μιλάει για αυτή την υπόθεση"
  • "Δυνατότητα να του φέρει τον ενθουσιασμό"
    συνώνυμο:
  • μπέιτ

2. Flap the wings wildly or frantically

  • Used of falcons
    synonym:
  • bate

2. Χτυπήστε τα φτερά άγρια ή ξέφρενα

  • Χρησιμοποιείται από γεράκια
    συνώνυμο:
  • μπέιτ

3. Soak in a special solution to soften and remove chemicals used in previous treatments

  • "Bate hides and skins"
    synonym:
  • bate

3. Μουλιάστε σε μια ειδική λύση για να μαλακώσετε και να αφαιρέσετε τις χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται σε προηγούμενες θεραπείες

  • "Το νεογέννητο κρύβεται και τα δέρματα"
    συνώνυμο:
  • μπέιτ