Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "bat" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπατ" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Bat

[Μπατ]
/bæt/

noun

1. Nocturnal mouselike mammal with forelimbs modified to form membranous wings and anatomical adaptations for echolocation by which they navigate

    synonym:
  • bat
  • ,
  • chiropteran

1. Νυχτερινό μουσελικό θηλαστικό με εμπρόσθια άκρα τροποποιημένα για να σχηματίσουν μεμβρανώδη φτερά και ανατομικές προσαρμογές για ηχοεντοπισμό

    συνώνυμο:
  • νυχτερίδα
  • ,
  • χειροπτέρων

2. (baseball) a turn trying to get a hit

  • "He was at bat when it happened"
  • "He got four hits in four at-bats"
    synonym:
  • bat
  • ,
  • at-bat

2. (βασεμπολ) μια σειρά που προσπαθεί να πάρει ένα χτύπημα

  • "Ήταν στο ρόπαλο όταν συνέβη"
  • "Έχει τέσσερις επιτυχίες σε τέσσερις νυχτερίδες"
    συνώνυμο:
  • νυχτερίδα
  • ,
  • πατάρι

3. A small racket with a long handle used for playing squash

    synonym:
  • squash racket
  • ,
  • squash racquet
  • ,
  • bat

3. Μια μικρή ρακέτα με μια μακριά λαβή που χρησιμοποιείται για το παιχνίδι σκουός

    συνώνυμο:
  • ρακέτα σκουός
  • ,
  • νυχτερίδα

4. The club used in playing cricket

  • "A cricket bat has a narrow handle and a broad flat end for hitting"
    synonym:
  • cricket bat
  • ,
  • bat

4. Ο σύλλογος χρησιμοποίησε στο παιχνίδι κρίκετ

  • "Ένα ρόπαλο κρίκετ έχει μια στενή λαβή και ένα ευρύ επίπεδο τέλος για το χτύπημα"
    συνώνυμο:
  • νυχτερίδα κρίκετ
  • ,
  • νυχτερίδα

5. A club used for hitting a ball in various games

    synonym:
  • bat

5. Ένας σύλλογος που χρησιμοποιείται για να χτυπήσει μια μπάλα σε διάφορα παιχνίδια

    συνώνυμο:
  • νυχτερίδα

verb

1. Strike with, or as if with a baseball bat

  • "Bat the ball"
    synonym:
  • bat

1. Χτυπήστε με, ή σαν με ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ

  • "Κακουμπήστε την μπάλα"
    συνώνυμο:
  • νυχτερίδα

2. Wink briefly

  • "Bat one's eyelids"
    synonym:
  • bat
  • ,
  • flutter

2. Βρω για λίγο

  • "Μπατ τα βλέφαρα"
    συνώνυμο:
  • νυχτερίδα
  • ,
  • φτερουγίζω

3. Have a turn at bat

  • "Jones bats first, followed by martinez"
    synonym:
  • bat

3. Έχω μια στροφή στο ρόπαλο

  • "Πρώτα ο τζόουνς νυχτερίδες, ακολουθούμενος από τον μαρτίνεζ"
    συνώνυμο:
  • νυχτερίδα

4. Use a bat

  • "Who's batting?"
    synonym:
  • bat

4. Χρησιμοποιώ νυχτερίδα

  • "Ποιος χτυπάει?"
    συνώνυμο:
  • νυχτερίδα

5. Beat thoroughly and conclusively in a competition or fight

  • "We licked the other team on sunday!"
    synonym:
  • cream
  • ,
  • bat
  • ,
  • clobber
  • ,
  • drub
  • ,
  • thrash
  • ,
  • lick

5. Χτυπήστε προσεκτικά και αποφασιστικά σε έναν διαγωνισμό ή αγώνα

  • "Γλείφουμε την άλλη ομάδα την κυριακή!"
    συνώνυμο:
  • κρέμα
  • ,
  • νυχτερίδα
  • ,
  • παραπονιέμαι
  • ,
  • τρίβω
  • ,
  • παραπλανώ
  • ,
  • γλείψιμο

Examples of using

Tom hit the ball so hard he split the bat.
Ο Τομ χτύπησε την μπάλα τόσο σκληρά που χώρισε το ρόπαλο.
He's as blind as a bat.
Είναι τόσο τυφλός όσο ένα ρόπαλο.
She attacked him with a baseball bat.
Του επιτέθηκε με ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ.