Translation meaning & definition of the word "bastion" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βάστειο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bastion
[Μπάστιον]/bæsʧən/
noun
1. A group that defends a principle
- "A bastion against corruption"
- "The last bastion of communism"
- synonym:
- bastion
1. Μια ομάδα που υπερασπίζεται μια αρχή
- "Προπύργιο κατά της διαφθοράς"
- "Το τελευταίο προπύργιο του κομμουνισμού"
- συνώνυμο:
- προμαχώνας
2. A stronghold into which people could go for shelter during a battle
- synonym:
- bastion ,
- citadel
2. Ένα φρούριο στο οποίο οι άνθρωποι μπορούσαν να πάνε για καταφύγιο κατά τη διάρκεια μιας μάχης
- συνώνυμο:
- προμαχώνας ,
- ακρόπολη
3. Projecting part of a rampart or other fortification
- synonym:
- bastion
3. Προβολή τμήματος μιας αιχμής ή άλλης οχύρωσης
- συνώνυμο:
- προμαχώνας