Translation meaning & definition of the word "baste" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απόβλητο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Baste
[Πάστα]/best/
noun
1. A loose temporary sewing stitch to hold layers of fabric together
- synonym:
- baste ,
- basting ,
- basting stitch ,
- tacking
1. Μια χαλαρή προσωρινή βελονιά ραψίματος για να κρατήσει τα στρώματα του υφάσματος μαζί
- συνώνυμο:
- αποβάλλω ,
- προπονητής ,
- βελονιά ,
- προσεγγίζω
verb
1. Cover with liquid before cooking
- "Baste a roast"
- synonym:
- baste
1. Καλύψτε με υγρό πριν το μαγείρεμα
- "Απολαύστε ένα ψητό"
- συνώνυμο:
- αποβάλλω
2. Strike violently and repeatedly
- "She clobbered the man who tried to attack her"
- synonym:
- clobber ,
- baste ,
- batter
2. Απεργία βίαια και επανειλημμένα
- "Αυτή πίεσε τον άνθρωπο που προσπάθησε να της επιτεθεί"
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- αποβάλλω ,
- κτύπημα
3. Sew together loosely, with large stitches
- "Baste a hem"
- synonym:
- baste ,
- tack
3. Ράψτε μαζί χαλαρά, με μεγάλα ράμματα
- "Κολλήστε ένα στρίφωμα"
- συνώνυμο:
- αποβάλλω ,
- περιπλέκω