Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "basil" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βασίλειο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Basil

[Βασίλειος]
/bæzəl/

noun

1. Any of several old world tropical aromatic annual or perennial herbs of the genus ocimum

    synonym:
  • basil

1. Οποιοδήποτε από τα πολλά τροπικά αρωματικά ετήσια ή πολυετή βότανα του γένους

    συνώνυμο:
  • βασιλικός

2. (roman catholic church) the bishop of caesarea who defended the roman catholic church against the heresies of the 4th century

  • A saint and doctor of the church (329-379)
    synonym:
  • Basil
  • ,
  • St. Basil
  • ,
  • Basil of Caesarea
  • ,
  • Basil the Great
  • ,
  • St. Basil the Great

2. (ρωμαιοκαθολική εκκλησία) ο επίσκοπος της καισάρειας που υπερασπίστηκε τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία ενάντια στις αιρέσεις του 4ου αιώνα

  • Άγιος και διδάκτωρ της εκκλησίας (329-379)
    συνώνυμο:
  • Βασίλειος
  • ,
  • Άγιος. Βασίλειος
  • ,
  • Βασίλειος της Καισάρειας
  • ,
  • Βασίλειος ο Μέγας
  • ,
  • Άγιος. Βασίλειος ο Μέγας

3. Leaves of the common basil

  • Used fresh or dried
    synonym:
  • basil
  • ,
  • sweet basil

3. Φύλλα του κοινού βασιλικού

  • Χρησιμοποιημένος φρέσκος ή αποξηραμένος
    συνώνυμο:
  • βασιλικός
  • ,
  • γλυκός βασιλικός