Translation meaning & definition of the word "bashful" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "απατηλός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bashful
[Απαίσιοσ]/bæʃfəl/
adjective
1. Self-consciously timid
- "I never laughed, being bashful
- Lowering my head, i looked at the wall"- ezra pound
- synonym:
- bashful
1. Αυτοσυνείδητα δειλός
- "Ποτέ δε γέλασα, είμαι φοβερός
- Χαμήλωσα το κεφάλι μου, κοίταξα τον τοίχο" - έζρα πούντ
- συνώνυμο:
- φαύλοσ
2. Disposed to avoid notice
- "They considered themselves a tough outfit and weren't bashful about letting anybody know it"
- (`blate' is a scottish term for bashful)
- synonym:
- bashful ,
- blate
2. Διατίθεται για να αποφύγει την ειδοποίηση
- "Θεωρούσαν τους εαυτούς τους μια σκληρή στολή και δεν ήταν φανταστικοί για να αφήσουν κανέναν να το ξέρει"
- (`μπλάτε είναι ένας σκωτσέζος όρος για το μπασουλ)
- συνώνυμο:
- φαύλοσ ,
- μπλε
Examples of using
Tom looks bashful.
Ο Τομ φαίνεται φανταστικός.
The boy is bashful and doesn't talk much.
Το αγόρι είναι φοβερό και δεν μιλάει πολύ.