Translation meaning & definition of the word "bash" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bash
[Μπασ]/bæʃ/
noun
1. A vigorous blow
- "The sudden knock floored him"
- "He took a bash right in his face"
- "He got a bang on the head"
- synonym:
- knock ,
- bash ,
- bang ,
- smash ,
- belt
1. Ένα έντονο χτύπημα
- "Το ξαφνικό χτύπημα τον επέπλεξε"
- "Πήρε ένα μπασ στο πρόσωπό του"
- "Έχει ένα κτύπημα στο κεφάλι"
- συνώνυμο:
- χτυπώ ,
- μπας ,
- μπανγκ ,
- συνθλίβω ,
- ζώνη
2. An uproarious party
- synonym:
- bash ,
- do ,
- brawl
2. Ένα ανατρεπτικό πάρτι
- συνώνυμο:
- μπας ,
- κάνω ,
- φιλονικία
verb
1. Hit hard
- synonym:
- sock ,
- bop ,
- whop ,
- whap ,
- bonk ,
- bash
1. Χτύπημα
- συνώνυμο:
- κάλτσα ,
- παλιά ταμπού ,
- που ,
- παλαμάκι ,
- καλό ,
- μπας
Examples of using
I'm having a bash myself at the ballet.
Έχω έναν εαυτό μου στο μπαλέτο.