Translation meaning & definition of the word "base" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βάση" στην ελληνική γλώσσα
Base
[Βάση]noun
1. Installation from which a military force initiates operations
- "The attack wiped out our forward bases"
- synonym:
- base ,
- base of operations
1. Εγκατάσταση από την οποία ξεκινά επιχειρήσεις μια στρατιωτική δύναμη
- "Η επίθεση εξαφάνισε τις βάσεις μας"
- συνώνυμο:
- βάση ,
- βάση επιχειρήσεων
2. Lowest support of a structure
- "It was built on a base of solid rock"
- "He stood at the foot of the tower"
- synonym:
- foundation ,
- base ,
- fundament ,
- foot ,
- groundwork ,
- substructure ,
- understructure
2. Η χαμηλότερη υποστήριξη μιας δομής
- "Χτίστηκε πάνω σε μια βάση από συμπαγή βράχο"
- "Στάθηκε στους πρόποδες του πύργου"
- συνώνυμο:
- ίδρυμα ,
- βάση ,
- βασικόσ ,
- πόδι ,
- υποδομή
3. A place that the runner must touch before scoring
- "He scrambled to get back to the bag"
- synonym:
- base ,
- bag
3. Ένα μέρος που ο δρομέας πρέπει να αγγίξει πριν βαθμολογήσει
- "Κρέμασε για να επιστρέψει στην τσάντα"
- συνώνυμο:
- βάση ,
- τσάντα
4. The bottom or lowest part
- "The base of the mountain"
- synonym:
- base
4. Το κάτω ή το χαμηλότερο μέρος
- "Η βάση του βουνού"
- συνώνυμο:
- βάση
5. (anatomy) the part of an organ nearest its point of attachment
- "The base of the skull"
- synonym:
- base
5. (ανατομί) το τμήμα ενός οργάνου που βρίσκεται κοντά στο σημείο σύνδεσής του
- "Η βάση του κρανίου"
- συνώνυμο:
- βάση
6. A lower limit
- "The government established a wage floor"
- synonym:
- floor ,
- base
6. Ένα κατώτερο όριο
- "Η κυβέρνηση καθιέρωσε έναν μισθό"
- συνώνυμο:
- όροφος ,
- βάση
7. The fundamental assumptions from which something is begun or developed or calculated or explained
- "The whole argument rested on a basis of conjecture"
- synonym:
- basis ,
- base ,
- foundation ,
- fundament ,
- groundwork ,
- cornerstone
7. Οι θεμελιώδεις παραδοχές από τις οποίες κάτι ξεκινά ή αναπτύσσεται ή υπολογίζεται ή εξηγείται
- "Το όλο επιχείρημα βασιζόταν στη βάση της εικασίας"
- συνώνυμο:
- βάση ,
- ίδρυμα ,
- βασικόσ ,
- ακρογωνιαίος λίθος
8. A support or foundation
- "The base of the lamp"
- synonym:
- base ,
- pedestal ,
- stand
8. Υποστήριξη ή ίδρυμα
- "Η βάση του λαμπτήρα"
- συνώνυμο:
- βάση ,
- βάθρο ,
- στέκομαι
9. A phosphoric ester of a nucleoside
- The basic structural unit of nucleic acids (dna or rna)
- synonym:
- nucleotide ,
- base
9. Φωσφορικός εστέρας ενός νουκλεοσιδίου
- Η βασική δομική μονάδα των νουκλεϊνικών οξέων (δνα ή ρνα)
- συνώνυμο:
- νουκλεοτίδιο ,
- βάση
10. Any of various water-soluble compounds capable of turning litmus blue and reacting with an acid to form a salt and water
- "Bases include oxides and hydroxides of metals and ammonia"
- synonym:
- base ,
- alkali
10. Οποιαδήποτε από τις διάφορες υδατοδιαλυτές ενώσεις ικανές να μετατρέψουν το μπλε και να αντιδράσουν με ένα οξύ για να σχηματίσουν αλάτι κα
- "Οι βάσεις περιλαμβάνουν οξείδια και υδροξείδια των μετάλλων και της αμμωνίας"
- συνώνυμο:
- βάση ,
- αλκάλι
11. The bottom side of a geometric figure from which the altitude can be constructed
- "The base of the triangle"
- synonym:
- base
11. Η κάτω πλευρά ενός γεωμετρικού σχήματος από το οποίο μπορεί να κατασκευαστεί το υψόμετρο
- "Η βάση του τριγώνου"
- συνώνυμο:
- βάση
12. The most important or necessary part of something
- "The basis of this drink is orange juice"
- synonym:
- basis ,
- base
12. Το πιο σημαντικό ή απαραίτητο μέρος του κάτι
- "Η βάση αυτού του ποτού είναι ο χυμός πορτοκαλιού"
- συνώνυμο:
- βάση
13. (numeration system) the positive integer that is equivalent to one in the next higher counting place
- "10 is the radix of the decimal system"
- synonym:
- base ,
- radix
13. ( σύστημα αρίθμησης) ο θετικός ακέραιος που ισοδυναμεί με έναν στον επόμενο υψηλότερο τόπο καταμέτρησης
- "Το 10 είναι το ραντίσμα του δεκαδικού συστήματος"
- συνώνυμο:
- βάση ,
- ραντίζ
14. The place where you are stationed and from which missions start and end
- synonym:
- base ,
- home
14. Τον τόπο όπου σταθμεύετε και από τον οποίο αρχίζουν και τελειώνουν οι αποστολές
- συνώνυμο:
- βάση ,
- σπίτι
15. A terrorist network intensely opposed to the united states that dispenses money and logistical support and training to a wide variety of radical islamic terrorist groups
- Has cells in more than 50 countries
- synonym:
- al-Qaeda ,
- Qaeda ,
- al-Qa'ida ,
- al-Qaida ,
- Base
15. Ένα τρομοκρατικό δίκτυο έντονα αντίθετο στις ηνωμένες πολιτείες που διανέμουν χρήματα και υλικοτεχνική υποστήριξη και εκπαίδευση σε μια μεγάλη
- Έχει κύτταρα σε περισσότερες από 50 χώρες
- συνώνυμο:
- αλ Κάιντα ,
- Κάιντα ,
- Βάση
16. (linguistics) the form of a word after all affixes are removed
- "Thematic vowels are part of the stem"
- synonym:
- root ,
- root word ,
- base ,
- stem ,
- theme ,
- radical
16. (γλωσσολογία) η μορφή μιας λέξης μετά την αφαίρεση όλων των προσαγωγών
- "Τα θεματικά φωνήεντα είναι μέρος του στελέχους"
- συνώνυμο:
- ρίζα ,
- λέξη ρίζας ,
- βάση ,
- στέλεχος ,
- θέμα ,
- ριζοσπαστικόσ
17. The stock of basic facilities and capital equipment needed for the functioning of a country or area
- "The industrial base of japan"
- synonym:
- infrastructure ,
- base
17. Το απόθεμα βασικών εγκαταστάσεων και κεφαλαιακού εξοπλισμού που απαιτείται για τη λειτουργία μιας χώρας ή περιοχής
- "Η βιομηχανική βάση της ιαπωνίας"
- συνώνυμο:
- υποδομή ,
- βάση
18. The principal ingredient of a mixture
- "Glycerinated gelatin is used as a base for many ointments"
- "He told the painter that he wanted a yellow base with just a hint of green"
- "Everything she cooked seemed to have rice as the base"
- synonym:
- base
18. Το κύριο συστατικό ενός μείγματος
- "Η γλυκερινωμένη ζελατίνη χρησιμοποιείται ως βάση για πολλές αλοιφές"
- "Είπε στον ζωγράφο ότι ήθελε μια κίτρινη βάση με έναν υπαινιγμό πράσινου"
- "Όλα όσα μαγείρευε έμοιαζαν να έχουν ρύζι ως βάση"
- συνώνυμο:
- βάση
19. A flat bottom on which something is intended to sit
- "A tub should sit on its own base"
- synonym:
- base
19. Ένα επίπεδο κάτω μέρος στο οποίο κάτι προορίζεται να καθίσει
- "Μια μπανιέρα πρέπει να καθίσει στη δική της βάση"
- συνώνυμο:
- βάση
20. (electronics) the part of a transistor that separates the emitter from the collector
- synonym:
- base
20. (ηλεκτρονικά) το τμήμα ενός τρανζίστορ που χωρίζει τον εκπομπό από το συλλέκτη
- συνώνυμο:
- βάση
verb
1. Use as a basis for
- Found on
- "Base a claim on some observation"
- synonym:
- establish ,
- base ,
- ground ,
- found
1. Χρησιμοποιείται ως βάση για
- Βρέθηκα σε
- "Βάση αξίωσης για κάποια παρατήρηση"
- συνώνυμο:
- καθιερώνω ,
- βάση ,
- έδαφος ,
- βρέθηκε
2. Situate as a center of operations
- "We will base this project in the new lab"
- synonym:
- base
2. Τοποθετήστε το ως κέντρο επιχειρήσεων
- "Θα βασίσουμε αυτό το έργο στο νέο εργαστήριο"
- συνώνυμο:
- βάση
3. Use (purified cocaine) by burning it and inhaling the fumes
- synonym:
- free-base ,
- base
3. Χρησιμοποιήστε (καθαρισμένη κοκαϊνη) καίγοντάς την και εισπνέοντας τους καπνούς
- συνώνυμο:
- ελεύθερη βάση ,
- βάση
adjective
1. Serving as or forming a base
- "The painter applied a base coat followed by two finishing coats"
- synonym:
- basal ,
- base
1. Εξυπηρετώντας ως ή σχηματίζοντας μια βάση
- "Ο ζωγράφος εφάρμοσε ένα βασικό παλτό ακολουθούμενο από δύο τελειωτικά παλτά"
- συνώνυμο:
- βασικά ,
- βάση
2. Of low birth or station (`base' is archaic in this sense)
- "Baseborn wretches with dirty faces"
- "Of humble (or lowly) birth"
- synonym:
- base ,
- baseborn ,
- humble ,
- lowly
2. Της χαμηλής γέννησης ή του σταθμού (`βάση' είναι αρχαϊκή με αυτή την έννοια)
- "Βασικά γεννημένα κατσίκια με βρώμικα πρόσωπα"
- "Ταπεινή ( ή ταπεινή γέννηση"
- συνώνυμο:
- βάση ,
- βαστνόμενο ,
- ταπεινός ,
- χαμηλά
3. (used of metals) consisting of or alloyed with inferior metal
- "Base coins of aluminum"
- "A base metal"
- synonym:
- base
3. (χρησιμοποιείται από μέταλλα) που αποτελείται από ή κράμα με κατώτερο μέταλλο
- "Βασικά νομίσματα αλουμινίου"
- "Μέταλλο βάσης"
- συνώνυμο:
- βάση
4. Not adhering to ethical or moral principles
- "Base and unpatriotic motives"
- "A base, degrading way of life"
- "Cheating is dishonorable"
- "They considered colonialism immoral"
- "Unethical practices in handling public funds"
- synonym:
- base ,
- immoral
4. Δεν τηρούν τις ηθικές ή ηθικές αρχές
- "Βασικά και αντιπατριωτικά κίνητρα"
- "Μια βάση, εξευτελιστικός τρόπος ζωής"
- "Το τσιτσιπς είναι ατιμωτικό"
- "Θεωρούσαν την αποικιοκρατία ανήθικη"
- "Ανήθικες πρακτικές στο χειρισμό δημόσιων κεφαλαίων"
- συνώνυμο:
- βάση ,
- ανήθικος
5. Having or showing an ignoble lack of honor or morality
- "That liberal obedience without which your army would be a base rabble"- edmund burke
- "Taking a mean advantage"
- "Chok'd with ambition of the meaner sort"- shakespeare
- "Something essentially vulgar and meanspirited in politics"
- synonym:
- base ,
- mean ,
- meanspirited
5. Έχοντας ή επιδεικνύοντας μια αγενή έλλειψη τιμής ή ηθικής
- "Αυτή η φιλελεύθερη υπακοή χωρίς την οποία ο στρατός σας θα ήταν μια βάση ραβίνου" - έντμουντ μπερκ
- "Αποκτώντας ένα μέσο πλεονέκτημα"
- "Ο σόκαρντ με τη φιλοδοξία του κακόβουλου είδους"- σαίξπηρ
- "Κάτι ουσιαστικά χυδαίο και σημαίνειπειραμένο στην πολιτική"
- συνώνυμο:
- βάση ,
- μέσος ,
- περνώ
6. Illegitimate
- synonym:
- base ,
- baseborn
6. Παράνομος
- συνώνυμο:
- βάση ,
- βαστνόμενο
7. Debased
- Not genuine
- "An attempt to eliminate the base coinage"
- synonym:
- base
7. Αποδυναμωμένοσ
- Όχι αληθινός
- "Μια προσπάθεια εξάλειψης του βασικού νομίσματος"
- συνώνυμο:
- βάση