Translation meaning & definition of the word "barter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρίμηνο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Barter
[Παρτίδα]/bɑrtər/
noun
1. An equal exchange
- "We had no money so we had to live by barter"
- synonym:
- barter ,
- swap ,
- swop ,
- trade
1. Ίση ανταλλαγή
- "Δεν είχαμε χρήματα, έτσι έπρεπε να ζήσουμε με ανταλλαγή"
- συνώνυμο:
- ανταλλαγή ,
- επιτίθεμαι ,
- εμπόριο
verb
1. Exchange goods without involving money
- synonym:
- barter
1. Ανταλλαγή αγαθών χωρίς τη συμμετοχή χρημάτων
- συνώνυμο:
- ανταλλαγή
Examples of using
In primitive societies barter was used.
Στις πρωτόγονες κοινωνίες χρησιμοποιήθηκε ανταλλαγή.