Translation meaning & definition of the word "barred" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποκλεισμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Barred
[Αποκλείεται]/bɑrd/
adjective
1. Preventing entry or exit or a course of action
- "A barricaded street"
- "Barred doors"
- "The blockaded harbor"
- synonym:
- barricaded ,
- barred ,
- blockaded
1. Αποτροπή εισόδου ή εξόδου ή πορείας δράσης
- "Ένας οδοφραγμένος δρόμος"
- "Αντικειμενικές πόρτες"
- "Το αποκλεισμένο λιμάνι"
- συνώνυμο:
- οδοφράγματα ,
- αποκλεισμένοσ ,
- αποκλεισμένη
2. Marked with stripes or bands
- synonym:
- barred
2. Σημειώνεται με ρίγες ή ζώνες
- συνώνυμο:
- αποκλεισμένοσ
Examples of using
He was barred from entering this restaurant.
Του είχαν απαγορευτεί να μπει σε αυτό το εστιατόριο.
The fallen tree barred our way.
Το πεσμένο δέντρο μας απέτρεψε το δρόμο.
A fallen rock barred his way.
Ένας πεσμένος βράχος του απέτρεψε το δρόμο.