Translation meaning & definition of the word "baron" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βαρόνο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Baron
[Βαρόνος]/bærən/
noun
1. A nobleman (in various countries) of varying rank
- synonym:
- baron
1. Ένας ευγενής (σε διάφορες χώρες) διαφορετικής κατάταξης
- συνώνυμο:
- βαρόνος
2. A british peer of the lowest rank
- synonym:
- baron
2. Ένας βρετανός ομότιμος της χαμηλότερης κατάταξης
- συνώνυμο:
- βαρόνος
3. A very wealthy or powerful businessman
- "An oil baron"
- synonym:
- baron ,
- big businessman ,
- business leader ,
- king ,
- magnate ,
- mogul ,
- power ,
- top executive ,
- tycoon
3. Ένας πολύ πλούσιος ή ισχυρός επιχειρηματίας
- "Ένας βαρόνος πετρελαίου"
- συνώνυμο:
- βαρόνος ,
- μεγάλος επιχειρηματίας ,
- επιχειρηματίας ηγέτης ,
- βασιλιάς ,
- μεγιστάνασ ,
- μογκούλ ,
- δύναμη ,
- κορυφαίος εκτελεστικός ,
- τυκόο