Translation meaning & definition of the word "barley" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπάρλεϊ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Barley
[Μπάρλεϊ]/bɑrli/
noun
1. A grain of barley
- synonym:
- barley ,
- barleycorn
1. Ένας κόκκος κριθαριού
- συνώνυμο:
- κριθάρι ,
- κριθαράκι
2. Cultivated since prehistoric times
- Grown for forage and grain
- synonym:
- barley
2. Καλλιεργείται από τους προϊστορικούς χρόνους
- Καλλιεργείται για ζωοτροφές και σιτηρά
- συνώνυμο:
- κριθάρι
Examples of using
Can you tell barley and wheat apart by just quickly looking at it?
Μπορείτε να ξεχωρίσετε το κριθάρι και το σιτάρι απλά κοιτάζοντάς το γρήγορα?
Can you tell wheat from barley?
Μπορείτε να πείτε σιτάρι από κριθάρι?