Translation meaning & definition of the word "baritone" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βαρύτονο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Baritone
[Βαρύτονο]/bɛrətoʊn/
noun
1. A male singer
- synonym:
- baritone ,
- barytone
1. Ένας άνδρας τραγουδιστής
- συνώνυμο:
- βαρύτονο ,
- βαρυτόνη
2. The second lowest adult male singing voice
- synonym:
- baritone ,
- baritone voice
2. Η δεύτερη χαμηλότερη ενήλικη φωνή αρσενικού τραγουδιού
- συνώνυμο:
- βαρύτονο ,
- φωνή βαρύτονου
3. The second lowest brass wind instrument
- synonym:
- baritone ,
- baritone horn
3. Το δεύτερο χαμηλότερο όργανο ανέμου ορείχαλκου
- συνώνυμο:
- βαρύτονο ,
- κέρατο βαριτόνου
adjective
1. Lower in range than tenor and higher than bass
- "A baritone voice"
- "Baritone oboe"
- synonym:
- baritone
1. Χαμηλότερη σε εμβέλεια από τον τενόρο και υψηλότερη από το μπάσο
- "Μια βαρύτονη φωνή"
- "Βαρύτονο όμποε"
- συνώνυμο:
- βαρύτονο