Translation meaning & definition of the word "barge" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεγάλωσε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Barge
[Μπάρα]/bɑrʤ/
noun
1. A flatbottom boat for carrying heavy loads (especially on canals)
- synonym:
- barge ,
- flatboat ,
- hoy ,
- lighter
1. Ένα σκάφος για τη μεταφορά βαρέων φορτίων (ειδικά στα κανάλια)
- συνώνυμο:
- φορτηγίδα ,
- επίπεδο σκάφος ,
- χόι ,
- ελαφρύτερο
verb
1. Push one's way
- "She barged into the meeting room"
- synonym:
- barge ,
- thrust ahead ,
- push forward
1. Πιέστε τον δρόμο κάποιου
- "Μπήκε στην αίθουσα συνεδριάσεων"
- συνώνυμο:
- φορτηγίδα ,
- προπορεύω ,
- προχωρώ
2. Transport by barge on a body of water
- synonym:
- barge
2. Μεταφορά με φορτηγίδα σε ένα σώμα του νερού
- συνώνυμο:
- φορτηγίδα