Translation meaning & definition of the word "barbary" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βάρβαρο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Barbary
[Μπάρμπαρι]/bɑrbəri/
noun
1. A region of northern africa on the mediterranean coast between egypt and gibraltar
- Was used as a base for pirates from the 16th to 19th centuries
- synonym:
- Barbary
1. Μια περιοχή της βόρειας αφρικής στις ακτές της μεσογείου μεταξύ της αιγύπτου και του γιβραλτάρ
- Χρησιμοποιήθηκε ως ορμητήριο για πειρατές από τον 16ο έως τον 19ο αιώνα
- συνώνυμο:
- Μπάρμπαρι