Translation meaning & definition of the word "barbaric" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βαρβαρική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Barbaric
[Βαρβαρικό]/bɑrbærɪk/
adjective
1. Without civilizing influences
- "Barbarian invaders"
- "Barbaric practices"
- "A savage people"
- "Fighting is crude and uncivilized especially if the weapons are efficient"-margaret meade
- "Wild tribes"
- synonym:
- barbarian ,
- barbaric ,
- savage ,
- uncivilized ,
- uncivilised ,
- wild
1. Χωρίς πολιτιστικές επιρροές
- "Βάρβαροι εισβολείς"
- "Βαρβαρικές πρακτικές"
- "Άγριοι άνθρωποι"
- "Η καταπολέμηση είναι ακατέργαστη και απολίτιστη ειδικά αν τα όπλα είναι αποτελεσματικά" - μαργαρίτα μεάντε
- "Άγριες φυλές"
- συνώνυμο:
- βάρβαροι ,
- βάρβαρος ,
- άγριος ,
- απολίτιστοσ
2. Unrestrained and crudely rich
- "Barbaric use of color or ornament"
- synonym:
- barbaric
2. Ανεξέλεγκτη και ακατέργαστα πλούσια
- "Βαρβαρική χρήση του χρώματος ή του στολιδιού"
- συνώνυμο:
- βάρβαρος
Examples of using
How barbaric!
Πόσο βάρβαρος!