Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "bar" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπαρ" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Bar

[Μπαρ]
/bɑr/

noun

1. A room or establishment where alcoholic drinks are served over a counter

  • "He drowned his sorrows in whiskey at the bar"
    synonym:
  • barroom
  • ,
  • bar
  • ,
  • saloon
  • ,
  • ginmill
  • ,
  • taproom

1. Ένα δωμάτιο ή ένα ίδρυμα όπου τα αλκοολούχα ποτά σερβίρονται πάνω από έναν πάγκο

  • "Έπνιξε τις θλίψεις του στο ουίσκι στο μπαρ"
    συνώνυμο:
  • βαρωματίδα
  • ,
  • μπαρ
  • ,
  • σαλόνι
  • ,
  • τζινμίλ
  • ,
  • ταπετσαρία

2. A counter where you can obtain food or drink

  • "He bought a hot dog and a coke at the bar"
    synonym:
  • bar

2. Ένας μετρητής όπου μπορείτε να αποκτήσετε φαγητό ή ποτό

  • "Αγόρασε ένα ζεστό σκυλί και έναν οπτάνθρακα στο μπαρ"
    συνώνυμο:
  • μπαρ

3. A rigid piece of metal or wood

  • Usually used as a fastening or obstruction or weapon
  • "There were bars in the windows to prevent escape"
    synonym:
  • bar

3. Ένα άκαμπτο κομμάτι από μέταλλο ή ξύλο

  • Συνήθως χρησιμοποιείται ως στερέωση ή απόφραξη ή όπλο
  • "Υπήρχαν μπαρ στα παράθυρα για να αποφευχθεί η διαφυγή"
    συνώνυμο:
  • μπαρ

4. Musical notation for a repeating pattern of musical beats

  • "The orchestra omitted the last twelve bars of the song"
    synonym:
  • measure
  • ,
  • bar

4. Μουσική σημειογραφία για ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο μουσικών κτυπημάτων

  • "Η ορχήστρα παρέλειψε τα τελευταία δώδεκα μπαρ του τραγουδιού"
    συνώνυμο:
  • μέτρο
  • ,
  • μπαρ

5. An obstruction (usually metal) placed at the top of a goal

  • "It was an excellent kick but the ball hit the bar"
    synonym:
  • bar

5. Μια απόφραξη (συνήθως μέταλλο) τοποθετείται στην κορυφή ενός στόχου

  • "Ήταν ένα εξαιρετικό λάκτισμα, αλλά η μπάλα χτύπησε το μπαρ"
    συνώνυμο:
  • μπαρ

6. The act of preventing

  • "There was no bar against leaving"
  • "Money was allocated to study the cause and prevention of influenza"
    synonym:
  • prevention
  • ,
  • bar

6. Η πράξη της πρόληψης

  • "Δεν υπήρχε μπαρ ενάντια στην αποχώρηση"
  • "Τα χρήματα χορηγήθηκαν για να μελετηθεί η αιτία και η πρόληψη της γρίπης"
    συνώνυμο:
  • πρόληψη
  • ,
  • μπαρ

7. (meteorology) a unit of pressure equal to a million dynes per square centimeter

  • "Unfortunately some writers have used bar for one dyne per square centimeter"
    synonym:
  • bar

7. (μετεωρολογία) μια μονάδα πίεσης ίση με ένα εκατομμύριο δυνάμεις ανά τετραγωνικό εκατοστό

  • "Δυστυχώς μερικοί συγγραφείς έχουν χρησιμοποιήσει ράβδο για μια δυνατότητα ανά τετραγωνικό εκατοστό"
    συνώνυμο:
  • μπαρ

8. A submerged (or partly submerged) ridge in a river or along a shore

  • "The boat ran aground on a submerged bar in the river"
    synonym:
  • bar

8. Μια βυθισμένη (ή εν μέρει βυθισμένη ) κορυφογραμμή σε ένα ποτάμι ή κατά μήκος μιας ακτής

  • "Το σκάφος περιτριγύριζε σε ένα βυθισμένο μπαρ στο ποτάμι"
    συνώνυμο:
  • μπαρ

9. The body of individuals qualified to practice law in a particular jurisdiction

  • "He was admitted to the bar in new jersey"
    synonym:
  • legal profession
  • ,
  • bar
  • ,
  • legal community

9. Το σώμα των ατόμων που έχουν τα προσόντα να ασκούν το δίκαιο σε μια συγκεκριμένη δικαιοδοσία

  • "Εισήχθη στο μπαρ στο νιου τζέρσεϊ"
    συνώνυμο:
  • νομικό επάγγελμα
  • ,
  • μπαρ
  • ,
  • νομική κοινότητα

10. A narrow marking of a different color or texture from the background

  • "A green toad with small black stripes or bars"
  • "May the stars and stripes forever wave"
    synonym:
  • stripe
  • ,
  • streak
  • ,
  • bar

10. Μια στενή σήμανση ενός διαφορετικού χρώματος ή υφής από το φόντο

  • "Ένα πράσινο φρύνο με μικρές μαύρες ρίγες ή ράβδους"
  • "Μπορεί τα αστέρια και οι λωρίδες να κυματίζουν για πάντα"
    συνώνυμο:
  • λωρίδα
  • ,
  • στρίπ
  • ,
  • μπαρ

11. A block of solid substance (such as soap or wax)

  • "A bar of chocolate"
    synonym:
  • cake
  • ,
  • bar

11. Ένα μπλοκ στερεάς ουσίας (όπως σαπούνι ή κηρώδη

  • "Μια μπάρα σοκολάτας"
    συνώνυμο:
  • κέικ
  • ,
  • μπαρ

12. A portable .30 caliber automatic rifle operated by gas pressure and fed by cartridges from a magazine

  • Used by united states troops in world war i and in world war ii and in the korean war
    synonym:
  • Browning automatic rifle
  • ,
  • BAR

12. Ένα φορητό αυτόματο τουφέκι 30 διαμετρημάτων που λειτουργεί με πίεση αερίου και τροφοδοτείται από φυσίγγια από περιοδικό

  • Χρησιμοποιήθηκε από τα στρατεύματα των ηνωμένων πολιτειών στον α ́ παγκόσμιο πόλεμο και στον α ́ παγκόσμιο πόλεμο και στον πόλεμο της κορέας
    συνώνυμο:
  • Αυτόματο τουφέκι
  • ,
  • ΜΠΑΡ

13. A horizontal rod that serves as a support for gymnasts as they perform exercises

    synonym:
  • bar

13. Μια οριζόντια ράβδος που χρησιμεύει ως υποστήριξη για τους γυμναστές καθώς εκτελούν ασκήσεις

    συνώνυμο:
  • μπαρ

14. A heating element in an electric fire

  • "An electric fire with three bars"
    synonym:
  • bar

14. Ένα στοιχείο θέρμανσης σε μια ηλεκτρική πυρκαγιά

  • "Μια ηλεκτρική φωτιά με τρεις ράβδους"
    συνώνυμο:
  • μπαρ

15. (law) a railing that encloses the part of the courtroom where the judges and lawyers sit and the case is tried

  • "Spectators were not allowed past the bar"
    synonym:
  • bar

15. (-νυχτερίδα που περικλείει το τμήμα της δικαστικής αίθουσας όπου κάθονται οι δικαστές και οι δικηγόροι και η υπόθεση δικάζεται

  • "Οι θεατές δεν επιτρέπονταν πέρα από το μπαρ"
    συνώνυμο:
  • μπαρ

verb

1. Prevent from entering

  • Keep out
  • "He was barred from membership in the club"
    synonym:
  • bar
  • ,
  • debar
  • ,
  • exclude

1. Αποτρέψτε την είσοδο

  • Παραμένω
  • "Αποκλείστηκε από τη συμμετοχή στο κλαμπ"
    συνώνυμο:
  • μπαρ
  • ,
  • ντέμπαρ
  • ,
  • αποκλείω

2. Render unsuitable for passage

  • "Block the way"
  • "Barricade the streets"
  • "Stop the busy road"
    synonym:
  • barricade
  • ,
  • block
  • ,
  • blockade
  • ,
  • stop
  • ,
  • block off
  • ,
  • block up
  • ,
  • bar

2. Καταστήστε ακατάλληλο για πέρασμα

  • "Αποκλείστε το δρόμο"
  • "Φράγματα στους δρόμους"
  • "Σταματήστε τον πολυσύχναστο δρόμο"
    συνώνυμο:
  • οδόφραγμα
  • ,
  • μπλοκ
  • ,
  • αποκλεισμός
  • ,
  • σταματώ
  • ,
  • αποκλείω
  • ,
  • μπλοκάρω
  • ,
  • μπαρ

3. Expel, as if by official decree

  • "He was banished from his own country"
    synonym:
  • banish
  • ,
  • relegate
  • ,
  • bar

3. Απελάστε, σαν με επίσημο διάταγμα

  • "Εξορίστηκε από τη χώρα του"
    συνώνυμο:
  • εξορίζω
  • ,
  • υποβιβάζω
  • ,
  • μπαρ

4. Secure with, or as if with, bars

  • "He barred the door"
    synonym:
  • bar

4. Ασφαλίστε με ή σαν με τις μπάρες

  • "Αυτός απέκλεισε την πόρτα"
    συνώνυμο:
  • μπαρ

Examples of using

I work at a bar.
Δουλεύω σε ένα μπαρ.
Tom was standing at the bar when I walked into the club.
Ο Τομ στεκόταν στο μπαρ όταν μπήκα στο κλαμπ.
Tom bought a bar of chocolate.
Ο Τομ αγόρασε ένα μπαρ σοκολάτας.