Translation meaning & definition of the word "baptism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βάπτιση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Baptism
[Βάπτισμα]/bæptɪzəm/
noun
1. A christian sacrament signifying spiritual cleansing and rebirth
- "Most churches baptize infants but some insist on adult baptism"
- synonym:
- baptism
1. Ένα χριστιανικό μυστήριο που σημαίνει πνευματική κάθαρση και αναγέννηση
- "Οι περισσότερες εκκλησίες βαπτίζουν βρέφη, αλλά κάποιοι επιμένουν στο βάπτισμα ενηλίκων"
- συνώνυμο:
- βάπτιση