Translation meaning & definition of the word "banner" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αγγελιοφόρος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Banner
[Μπάνερ]/bænər/
noun
1. Long strip of cloth or paper used for decoration or advertising
- synonym:
- banner ,
- streamer
1. Μακριά λωρίδα υφάσματος ή χαρτιού που χρησιμοποιείται για τη διακόσμηση ή τη διαφήμιση
- συνώνυμο:
- μπάνερ ,
- εξορθολογιστήσ
2. A newspaper headline that runs across the full page
- synonym:
- streamer ,
- banner
2. Ένας τίτλος εφημερίδας που εκτείνεται σε όλη τη σελίδα
- συνώνυμο:
- εξορθολογιστήσ ,
- μπάνερ
3. Any distinctive flag
- synonym:
- standard ,
- banner
3. Οποιαδήποτε διακριτική σημαία
- συνώνυμο:
- τυποποιημένος ,
- μπάνερ
adjective
1. Unusually good
- Outstanding
- "A banner year for the company"
- synonym:
- banner
1. Ασυνήθιστα καλό
- Εξαιρετικός
- "Έτος πανό για την εταιρεία"
- συνώνυμο:
- μπάνερ