Translation meaning & definition of the word "bankruptcy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πτώχευση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bankruptcy
[Πτώχευση]/bæŋkrəpsi/
noun
1. A state of complete lack of some abstract property
- "Spiritual bankruptcy"
- "Moral bankruptcy"
- "Intellectual bankruptcy"
- synonym:
- bankruptcy
1. Μια κατάσταση πλήρους έλλειψης κάποιας αφηρημένης ιδιοκτησίας
- "Πνευματική χρεοκοπία"
- "Ηθική χρεοκοπία"
- "Πνευματική χρεοκοπία"
- συνώνυμο:
- πτώχευση
2. Inability to discharge all your debts as they come due
- "The company had to declare bankruptcy"
- "Fraudulent loans led to the failure of many banks"
- synonym:
- bankruptcy ,
- failure
2. Αδυναμία να εκπληρώσετε όλα τα χρέη σας όπως έρχονται οφειλόμενα
- "Η εταιρεία έπρεπε να κηρύξει πτώχευση"
- "Τα απατηλά δάνεια οδήγησαν στην αποτυχία πολλών τραπεζών"
- συνώνυμο:
- πτώχευση ,
- αποτυχία
3. A legal process intended to insure equality among the creditors of a corporation declared to be insolvent
- synonym:
- bankruptcy
3. Μια νομική διαδικασία που αποσκοπεί στην εξασφάλιση της ισότητας μεταξύ των πιστωτών μιας εταιρείας που δηλώνεται αφερέγγυα
- συνώνυμο:
- πτώχευση
Examples of using
The company is on the verge of bankruptcy.
Η εταιρεία βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.