Translation meaning & definition of the word "banker" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τραπεζίτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Banker
[Τραπεζίτης]/bæŋkər/
noun
1. A financier who owns or is an executive in a bank
- synonym:
- banker
1. Χρηματοδότης που κατέχει ή είναι εκτελεστικός σε τράπεζα
- συνώνυμο:
- τραπεζίτης
2. The person in charge of the bank in a gambling game
- synonym:
- banker
2. Ο υπεύθυνος της τράπεζας σε ένα παιχνίδι τυχερών παιχνιδιών
- συνώνυμο:
- τραπεζίτης
Examples of using
There is nothing of the banker in his bearing.
Δεν υπάρχει τίποτα από τον τραπεζίτη στο ρουλεμάν του.