Translation meaning & definition of the word "banish" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Banish
[Μπαν]/bænɪʃ/
verb
1. Expel from a community or group
- synonym:
- banish ,
- ban ,
- ostracize ,
- ostracise ,
- shun ,
- cast out ,
- blackball
1. Αποβάλλουν από μια κοινότητα ή μια ομάδα
- συνώνυμο:
- εξορίζω ,
- απαγόρευση ,
- εξοστρακίζω ,
- αποφεύγω ,
- πετώ ,
- μπλάκφα
2. Ban from a place of residence, as for punishment
- synonym:
- banish ,
- ban
2. Απαγόρευση από τόπο διαμονής, όπως και για τιμωρία
- συνώνυμο:
- εξορίζω ,
- απαγόρευση
3. Expel, as if by official decree
- "He was banished from his own country"
- synonym:
- banish ,
- relegate ,
- bar
3. Απελάστε, σαν με επίσημο διάταγμα
- "Εξορίστηκε από τη χώρα του"
- συνώνυμο:
- εξορίζω ,
- υποβιβάζω ,
- μπαρ
4. Drive away
- "Banish bad thoughts"
- "Banish gloom"
- synonym:
- banish
4. Απομακρύνομαι
- "Απαγορευμένες κακές σκέψεις"
- "Αστική απογοήτευση"
- συνώνυμο:
- εξορίζω