Translation meaning & definition of the word "bangkok" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπανγκόκ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bangkok
[Μπανγκόκ]/bæŋkɑk/
noun
1. The capital and largest city and chief port of thailand
- A leading city in southeastern asia
- Noted for buddhist architecture
- synonym:
- Bangkok ,
- capital of Thailand ,
- Krung Thep
1. Η πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη και το κύριο λιμάνι της ταϊλάνδης
- Μια κορυφαία πόλη στη νοτιοανατολική ασία
- Είναι γνωστό για τη βουδιστική αρχιτεκτονική
- συνώνυμο:
- Μπανγκόκ ,
- πρωτεύουσα της Ταϊλάνδης ,
- Ο Κρανγκ Τεπ