Translation meaning & definition of the word "banging" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χτυπώντας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Banging
[Χτυπώντασ]/bæŋɪŋ/
noun
1. A continuing very loud noise
- synonym:
- banging
1. Ένας πολύ δυνατός θόρυβος
- συνώνυμο:
- χτυπώντασ
2. The act of subjecting to strong attack
- synonym:
- battering ,
- banging
2. Η πράξη της υποταγής σε ισχυρή επίθεση
- συνώνυμο:
- ανακατεύω ,
- χτυπώντασ
adjective
1. (used informally) very large
- "A thumping loss"
- synonym:
- humongous ,
- banging ,
- thumping ,
- whopping ,
- walloping
1. (χρησιμοποιείται ανεπίσημα) πολύ μεγάλο
- "Απώλεια αντιπαράθεσης"
- συνώνυμο:
- χουμόγγουσ ,
- χτυπώντασ ,
- αναβοσβήνει ,
- επιτίθεμαι ,
- ταριχεύω
Examples of using
The man was banging a blow-up doll.
Ο άντρας χτυπούσε μια ανατιναγμένη κούκλα.
Stop banging on the door!
Σταμάτα να χτυπάς την πόρτα!
Stop banging on the door!
Σταμάτα να χτυπάς την πόρτα!