Translation meaning & definition of the word "banal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "πανικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Banal
[Μπανάλ]/bənɑl/
adjective
1. Repeated too often
- Overfamiliar through overuse
- "Bromidic sermons"
- "His remarks were trite and commonplace"
- "Hackneyed phrases"
- "A stock answer"
- "Repeating threadbare jokes"
- "Parroting some timeworn axiom"
- "The trite metaphor `hard as nails'"
- synonym:
- banal ,
- commonplace ,
- hackneyed ,
- old-hat ,
- shopworn ,
- stock(a) ,
- threadbare ,
- timeworn ,
- tired ,
- trite ,
- well-worn
1. Επαναλαμβάνεται πολύ συχνά
- Είναι γνωστό μέσω της υπερβολικής χρήσης
- "Βρωμικά κηρύγματα"
- "Οι παρατηρήσεις του ήταν τριμερείς και συνηθισμένες"
- "Ταξίδι με τις φράσεις"
- "Μια απάντηση σε απόθεμα"
- "Επαναλαμβάνοντας αστεία"
- "Παρέχοντας κάποιο αξίωμα φορτωμένο στο χρόνο"
- "Η τρίτη μεταφορά `σκληρή σαν τα νύχια'"
- συνώνυμο:
- ταφικόσ ,
- κοινός τόπος ,
- περιπλανώμαι ,
- παλιό καπέλο ,
- αγοραστήσ ,
- στη() ,
- νήμα ,
- αφιερωμένοσ στο χρόνο ,
- κουρασμένος ,
- τρίτησ ,
- φθαρμένος