Translation meaning & definition of the word "balsa" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βάλσα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Balsa
[Βάλσα]/bɔlsə/
noun
1. Strong lightweight wood of the balsa tree used especially for floats
- synonym:
- balsa ,
- balsa wood
1. Ισχυρό ελαφρύ ξύλο του δέντρου βάλσας που χρησιμοποιείται ειδικά για τις πλωτήρες
- συνώνυμο:
- μπάλσα ,
- ξύλο βάλσας
2. Forest tree of lowland central america having a strong very light wood
- Used for making floats and rafts and in crafts
- synonym:
- balsa ,
- Ochroma lagopus
2. Δασικό δέντρο της πεδινής κεντρικής αμερικής με ένα ισχυρό πολύ ελαφρύ ξύλο
- Χρησιμοποιείται για την κατασκευή πλωτήρων και σχεδίων και στις τέχνες
- συνώνυμο:
- μπάλσα ,
- Λαγόπουλο του ώχρα