Translation meaning & definition of the word "balmy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βαλσαμία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Balmy
[Μπαλμί]/bɑmi/
adjective
1. Informal or slang terms for mentally irregular
- "It used to drive my husband balmy"
- synonym:
- balmy ,
- barmy ,
- bats ,
- batty ,
- bonkers ,
- buggy ,
- cracked ,
- crackers ,
- daft ,
- dotty ,
- fruity ,
- haywire ,
- kooky ,
- kookie ,
- loco ,
- loony ,
- loopy ,
- nuts ,
- nutty ,
- round the bend ,
- around the bend ,
- wacky ,
- whacky
1. Ανεπίσημοι ή αργκό όροι για διανοητικά ακανόνιστους
- "Συνήθιζε να οδηγεί τον σύζυγό μου βάλσαμο"
- συνώνυμο:
- μπαλίκα ,
- μπάρμα ,
- νυχτερίδεσ ,
- βάτα ,
- απατεώνεσ ,
- παλαβόσ ,
- ραγισμένος ,
- κράκερς ,
- παλιοσίδερο ,
- τετριμμένοσ ,
- φρουτώδησ ,
- αγκυροβόλιο ,
- τσιγγούνησ ,
- κούκι ,
- τόποσ ,
- απολέπιση ,
- βρόχος ,
- καρύδια ,
- ανατριχιαστικός ,
- γύρω από την κάμψη ,
- γύρω από τη στροφή ,
- ανόητοσ
2. Mild and pleasant
- "Balmy days and nights"
- "The climate was mild and conducive to life or growth"
- "A soft breeze"
- synonym:
- balmy ,
- mild ,
- soft
2. Ήπια και ευχάριστη
- "Ημέρες και νύχτες"
- "Το κλίμα ήταν ήπιο και ευνοϊκό για τη ζωή ή την ανάπτυξη"
- "Ένα απαλό αεράκι"
- συνώνυμο:
- μπαλίκα ,
- ήπιος ,
- μαλακός