Translation meaning & definition of the word "balm" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βάλσαμο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Balm
[Βαλσαμών]/bɑm/
noun
1. Any of various aromatic resinous substances used for healing and soothing
- synonym:
- balm
1. Οποιαδήποτε από τις διάφορες αρωματικές ρητινώδεις ουσίες που χρησιμοποιούνται για την επούλωση και την καταπράυνση
- συνώνυμο:
- βάλσαμο
2. Semisolid preparation (usually containing a medicine) applied externally as a remedy or for soothing an irritation
- synonym:
- ointment ,
- unction ,
- unguent ,
- balm ,
- salve
2. Ημιστερεό παρασκεύασμα (συνήθως που περιέχει ένα φάρμακο) εφαρμόζεται εξωτερικά ως θεραπεία ή για καταπραϋντικό ερεθισμό
- συνώνυμο:
- αλοιφή ,
- απεμπλοκή ,
- απερίσκεπτοσ ,
- βάλσαμο ,
- αλάτι