Translation meaning & definition of the word "ballot" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταρράκτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ballot
[Ψηφοδέλτιο]/bælət/
noun
1. A document listing the alternatives that is used in voting
- synonym:
- ballot
1. Ένα έγγραφο που αναφέρει τις εναλλακτικές λύσεις που χρησιμοποιούνται στην ψηφοφορία
- συνώνυμο:
- ψηφοφορία
2. A choice that is made by counting the number of people in favor of each alternative
- "There were only 17 votes in favor of the motion"
- "They allowed just one vote per person"
- synonym:
- vote ,
- ballot ,
- voting ,
- balloting
2. Μια επιλογή που γίνεται μετρώντας τον αριθμό των ανθρώπων υπέρ κάθε εναλλακτικής λύσης
- "Υπήρξαν μόνο 17 ψήφοι υπέρ της πρότασης"
- "Επέτρεψαν μόνο μία ψήφο ανά άτομο"
- συνώνυμο:
- ψήφισε ,
- ψηφοφορία
verb
1. Vote by ballot
- "The voters were balloting in this state"
- synonym:
- ballot
1. Ψηφοφορία με ψηφοφορία
- "Οι ψηφοφόροι ψηφίζουν σε αυτή την κατάσταση"
- συνώνυμο:
- ψηφοφορία
Examples of using
International observers counted up the ballot.
Οι διεθνείς παρατηρητές καταμέτρησαν την ψηφοφορία.