Translation meaning & definition of the word "bali" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπάλι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bali
[Μπαλί]/bɑli/
noun
1. An island in indonesia to the east of java
- Striking volcanic scenery
- Culture is known for elaborate dances and rituals and for handicrafts
- synonym:
- Bali
1. Ένα νησί στην ινδονησία στα ανατολικά της ιάβας
- Εντυπωσιακό ηφαιστειακό τοπίο
- Ο πολιτισμός είναι γνωστός για περίτεχνους χορούς και τελετουργίες και για χειροτεχνήματα
- συνώνυμο:
- Μπαλί