Translation meaning & definition of the word "bale" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπάλα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bale
[Μπέιλ]/bel/
noun
1. A large bundle bound for storage or transport
- synonym:
- bale
1. Μια μεγάλη δέσμη που δεσμεύεται για την αποθήκευση ή τη μεταφορά
- συνώνυμο:
- μπέιλ
2. A city in northwestern switzerland
- synonym:
- Basel ,
- Basle ,
- Bale
2. Μια πόλη στη βορειοδυτική ελβετία
- συνώνυμο:
- Βασιλεία ,
- Μπέιλ
verb
1. Make into a bale
- "Bale hay"
- synonym:
- bale
1. Μπερδεύω
- "Σανό μπέιλ"
- συνώνυμο:
- μπέιλ