Translation meaning & definition of the word "bald" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φάλαγγα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bald
[Φαλακρό]/bɔld/
verb
1. Grow bald
- Lose hair on one's head
- "He is balding already"
- synonym:
- bald
1. Αναπτύσσω
- Χάνουν τα μαλλιά στο κεφάλι τους
- "Έχει ήδη φαλαινωθεί"
- συνώνυμο:
- φαλακρός
adjective
1. With no effort to conceal
- "A barefaced lie"
- synonym:
- bald ,
- barefaced
1. Χωρίς καμία προσπάθεια να κρυφτεί
- "Ένα ψέμα με απόλυτο πρόσωπο"
- συνώνυμο:
- φαλακρός ,
- απρόσεκτοσ
2. Lacking hair on all or most of the scalp
- "A bald pate"
- "A bald-headed gentleman"
- synonym:
- bald ,
- bald-headed ,
- bald-pated
2. Λείπουν τα μαλλιά σε όλο ή το μεγαλύτερο μέρος του τριχωτού της κεφαλής
- "Ένα φαλακρό πατέ"
- "Ένας φαλακρός κύριος"
- συνώνυμο:
- φαλακρός
3. Without the natural or usual covering
- "A bald spot on the lawn"
- "Bare hills"
- synonym:
- bald ,
- denuded ,
- denudate
3. Χωρίς τη φυσική ή συνηθισμένη κάλυψη
- "Ένα φαλακρό σημείο στο γκαζόν"
- "Γυμνοί λόφοι"
- συνώνυμο:
- φαλακρός ,
- απογυμνωμένο
Examples of using
My father is going bald.
Ο πατέρας μου γίνεται φαλακρός.
Tom has a bald spot.
Ο Τομ έχει ένα φαλακρό σημείο.
I guess that tomorrow I'll be completely bald.
Υποθέτω ότι αύριο θα είμαι εντελώς φαλακρός.