Translation meaning & definition of the word "balancing" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "εξισορρόπηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Balancing
[Εξισορρόπηση]/bælənsɪŋ/
noun
1. Getting two things to correspond
- "The reconciliation of his checkbook and the bank statement"
- synonym:
- reconciliation ,
- balancing
1. Να πάρεις δύο πράγματα να αντιστοιχήσεις
- "Η συμφωνία του μπλοκ επιταγών του και του τραπεζικού λογαριασμού"
- συνώνυμο:
- συμφιλίωση ,
- εξισορρόπηση