Translation meaning & definition of the word "balancer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπαλαντέρ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Balancer
[Ισορροπιστήσ]/bælənsər/
noun
1. An acrobat who balances himself in difficult positions
- synonym:
- balancer
1. Ένας ακροβάτης που ισορροπεί σε δύσκολες θέσεις
- συνώνυμο:
- επιμελητήσ
2. Either of the rudimentary hind wings of dipterous insects
- Used for maintaining equilibrium during flight
- synonym:
- halter ,
- haltere ,
- balancer
2. Είτε από τα στοιχειώδη οπίσθια φτερά των διπτωδών εντόμων
- Χρησιμοποιείται για τη διατήρηση της ισορροπίας κατά τη διάρκεια της πτήσης
- συνώνυμο:
- χάλτερ ,
- αναστολέασ ,
- επιμελητήσ